Ελάτε, ελάτε, γιορτάστε απρόσκοπτα! Και ανεπηρέαστοι από παρενοχλήσεις. Δώστε τα όλα. Αλλά κρατείστε δυνάμεις γιατί σε 20 μέρες περίπου έχουμε κι άλλες εορταστικές εκδηλώσεις, την ίδια μέρα που γιορτάζεται ΚΑΙ ως ημέρα της Μπριζόλας! Όποιος/όποια βρει τι άλλο τιμάται & γιορτάζει εκείνη τη μέρα, κερδίζει την αθανασία με ποίημα που θα κληθεί να του σκαρώσει η Βάνα.
Το πρωί λοιπόν με την δροσούλα ξεκίνησα για την δουλειά, μέσα σε ατμόσφαιρα άκρως πανηγυρική λόγω της μέρας. Φρεσκοξουρισμένος, αρωματισμένος, βγήκανε μαζί μου σαν πουλιά τα ψαροκάικα (άσχετο, αλλά το βάζω για να κάνει πιο πλούσιο και να φτιάχνω εικόνες παραπλανητικές).
Σταματώ ο καλός σου σε βενζινάδικο συνοικιακό και λίαν εξυπηρετικό. Νάσου την η βενζινού, ντυμένη βραδινά μες στο ξημέρωμα, βαμμένη, στην πένα στο καντίνι, με μίνι, γόβα κοψοχολιαστική και με ένα μπούστο πολύ καταδεχτικό που μου το κολλάει στη μούρη ρωτώντας “Τι θα σου βάλω μάνα μου;” Καταγοητευμένος, μες στην πρωινή καυλωμάρα (συγγνώμη) και μες στην καλή χαρά ο ανέμελος ταξιδευτής, της βάζω το κλειδί στο απλωμένο χέρι και την κοιτάζω λυπημένα τάχα, συνεχίζοντας το τραγούδι που είχα ήδη ξεκινήσει. “Ήσουν ωραία όταν γελούσες, μοσχοβολούσες σαν Πασχαλιά…” Εκείνη σκάει πάραυτα γκριμάτσα απόγνωσης, συμπόνοιας και οίκτου μαζί. “Έχω σχέση, γλυκέ μου”, ψιθυρίζει τραβώντας με μια κίνηση κομψή τη μάνικα. “Τόσον καιρό και συ πηγαινοέρχεσαι, σήμερα το θυμήθηκες;” Τινάζει τη μπούκλα, ξανθιά η μπούκλα, μαζεύει τη μάνικα με την ίδια κομψή κι αέρινη κίνηση, διπλώνει το λάστιχο, ξανατινάζει τη μπούκλα, αρπάζει το εικοσάρι και μου ξαναχαμογελάει με συμπόνοια ανασηκώνοντας τους ώμους. Οπότε το παίρνω ανάλαφρα, δεν με παίρνει αποκάτω. αρπάζω στον αέρα τα κλειδιά, την απόδειξη, θα βρω παρηγοριά σ’ έναν πικρό διπλό καφέ, σκέφτομαι. Ας είναι καλά τα κορίτσια στη δουλειά, αν δεν έχει πρωινή γκρίνια το πρόγραμμα. Σκάζω πικρό χαμόγελο κοιτάζοντας πέρα, “Κρίμα” της λέω. “Κι είχα κάνει τόσα όνειρα για μας”. Πίσω κάποιος με μουντζώνει για την καθυστέρηση. Αδιαφορώ και συνεχίζω με το επόμενο τραγούδι. “Τα παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα. Και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο Πασατέμπος σου για να περνά η ώρα…” Το τσιτωμένο μπούστο φούσκωσε στενάχωρα. Λυπάμαι, μονάχα τούτο ψιθύρισε, ο πισινός χτυπιόταν αλλόφρων (για τον οδηγό μιλάμε), δυνάμωσα τη μουσική, γκάζωσα κι έφυγα στην ανηφόρα του περιφερειακού.
Η μέρα κύλησε απρόσκοπτα. Λέτε να πετύχει η καρμπονάρα; Θα την κάνω πολύ πλουσία, έτσι για πιο εορταστική.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.