Ναι, κοντά στο τζάκι με αγκαλιά την πολυθρόνα! Καμιά φορά μου έρχεται να τσιρίξω “Η μη συναναστροφή σου με ηδύνει”, όταν με πιάνει εκείνο το παρορμητικό και ρίχνω κάτι λογάκια δολοφονικά, μα ύστερα ξαναπέφτω στα σιροπιαστά, βγαίνω στο αεράκι να στεγνώσει ότι υγράνθηκε για να το ξαναπαίξω σκληρός. Τα Χριστούγεννα τελικά σούρνουν μελαγχολία. Εντάξει, ανάμεσά μας λικνίζονται κάτι παιδιά που κλάνει το μυαλό τους (συγγνώμη κιόλας) και περιμένουν τούτες τις μέρες να κάνουν γούτσου γούτσου, να νιαουρίξουν τις ευχές τους, να παίξουν με το αρκουδάκι τους, να σκαρφαλώσουν σε καμιά πίστα συνοικιακή και να κουνήσουν το κωλαράκι τους σε ρυθμούς πολύ ξεσηκωτικούς. Ε, τα βαριέμαι τα δόλια, γιατί έχουν πέσει μικρά από την κούνια και κάνουν σαν τον Γιωργάκη στην πρωθυπουργία. Πάμε παρακάτω. Ναι, φαγητό πολύ, γλυκά, καφέδες, πολλοί καφέδες. Κάτι τοπία χειμερινά, όνειρο! Το πρωί το έπαιξα ξυλοκόπος, κατόπιν ξεχορτάριασα την αυλή και ξαφνικά τα παράτησα κι έφυγα να περπατήσω δίπλα στο κύμα κάτω από συννεφιά μολυβένια που έσπαζε ξαφνικά και γινόταν μια λιακάδα αστραφτερή. Σε μια στιγμή ξυπολήθηκα και περπάτησα λιγάκι στο νερό, υπέροχο. Αλλά για λίγο, μην κάνουμε και χοντρές μαλακίες. Είμαι σίγουρος ότι κάτι παλιόβλαχοι που με βλέπουν να κάνω τέτοιες μούρλιες με τη θάλασσα, θα σκέφτονται για μένα τα χειρότερα, αλλά πολύ το διασκεδάζω. Κι αφού έβαλα κάλτσες χοντρές να ζεσταθεί το ποδαράκι μου, περιπλανήθηκα σε ένα φυτώριο, άλλη πετριά κι αυτή. Πάει, απόγινε το δόλιο, το ‘χασε ντιπ καταντίπ, έτσι θα σκέφτονται οι μπαστουνόβλαχοι, γι αυτό κι εγώ μετά το φαγητό έφυγα μακριά σε ένα τζάκι απέναντι από το κύμα, μια παραλία όλο βράχια. Το κύμα έσβηνε ανάμεσά τους απαλά, πολύ γλυκός καιρός. Ε, ήπια κάτι τσίπουρα στην υγειά τους, έτσι να παρηγορηθώ δηλαδή. Είχαμε κι ένα μωρό στην παρέα, σκέτη γλύκα. Όταν κάνεις τέτοια “κουλά” σε μέρη άγνωστα, οι ντόπιοι πάντα έτσι σκέφτονται, σου λέει “κάτι σαλεμένοι που ξεπέφτουν στα μέρη μας και κάνουν μούρλιες”. Τα ψιθυρίζουν μεταξύ τους ή κουνάνε το κεφάλι με συμπόνοια. Αν είσαι όμως στο χωριό σου, διστάζουν κομματάκι, αλλά πάντα τα ίδια σκέφτονται. Κι αυτό είναι διασκεδαστικότερο, που τους βλέπεις να προσποιούνται και να σε γλυκοχαιρετάνε τάχα με εκτίμηση πολύ λόγω που ξέραν τους δικούς σου, σε ταχτάρισαν μικρό και τώρα σε καμαρώνουν να προοδεύεις, τέτοια μου λένε και πολύ το διασκεδάζω. Α, να σας πω. Τις χήνες που είχα το καλοκαίρι στην αυλή τις θυμάστε; Ναι, έχουν λιγοστέψει, κάποιες πήγαν στον καταψύκτη, να ζούμε να τις θυμόμαστε. Ε, λοιπόν αυτές που έμειναν ξέχασαν που τις κοπάναγα με τις καρπουζόφλουδες και με αντιμετωπίζουν πάλι με τσαμπουκά. Όλο Χχχχχχχχχ σαν με βλέπουν να κατεβαίνω στην αυλή. Το πρωί όπως ήμουν σκημένος στα ξύλα και τακτοποιούσα κάτι βέργες ιβίσκου που τις θέλω για ξανάμματα, ξεψάρωσε μια χήνα, η πιο έξαλλη, ήρθε φουριόζα και με τσίμπησε στον κώλο. Δεν θα σας περιγράψω τι επακολούθησε γιατί γελάω ακόμα. Πάω να φέρω ένα κουτσουράκι γιατί απόψε δεν έχω ύπνο, επιστρέφω σε λίγο. Γεια.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.