Ήθελαν τον χρόνο τους…
Πσηφίστηκε, πσηφίστηκε! Η δόση ντε. Απλά ήθελαν τον χρόνο τους να το… μερεμετίσουν. Εξήγηση άλλη δεν έχει, τους βρήκαμε στο κλιν! Το σενάριο; Όχι ο Μάρκος Σεφερλής το διέψευσε, γράφει λέει καλύτερα. Περί κυβερνητικών αυτοσχεδιασμών πρόκειται. Οι χαρακτηρισμοί υστερούν, οπότε απλά κοιτάζω πέρα. Πώς είναι όταν μου λένε ψέματα κάποιοι χωρίς λόγο και παριστάνω ότι δεν άκουσα καν; Αυτό.
Παίρνω την άγουσα για την παραλία, να πανηγυρίσω στο ρεπό την νέαν ρύθμισιν στεγαστικού δανείου. “Εκεί στης Ύδρας τα ανοιχτά και των Σπετσών (προς Λούτσαν πααίνω, αλλά “δεν κάνει πρόβλημα” όπως έλεγε προχθές θανατικιά ψηφοφόρος Αλέξη), νάσου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο…”, απαγγέλω προς ψυχαγωγίαν της κυρίας που με κοιτάζει από δίπλα στο φανάρι.
Κατόπιν αναμετρώ τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για την έκδοση της δόσης δανείου, το μερεμέτισμα της ανακοίνωσης των νέων μέτρων, κατόπιν κάτι σκατοψυχίστικα τουιτίσματα της Ραχήλ Μακρή (μετά συγχωρήσεως), επίσης κάτι βρισίδια Πσηφοφόρων του Σύριζα στους Κσένοι που μας ρουφάνε το αίμα, και τέλος μια χθεσινή ανάρτηση του Υπουργού Αμύνης που το παίζει προστάτης ηθών, πατρίδας, θρησκείας και οικογενείας συμπούπουλων, αποσυρθείσα ανάρτηση με πούτσες ζωγραφιστές σε γραβάτα (συγγνώμη, αλλά γιατί να το πω σεμνά;), οπότε προσαρμόζω τον στίχο αναλόγως. Και το πααίνω στο πιο επίκαιρο και πιο κόσμιο σε σχέση με τα τεκταινόμενα: “Μωρή, της λέω, πού είν’ το μισοφόρι σου; Χωρίς κυλόττα πας να βρεις τ’ αγόρι σου;”
Το έβγαλα έτσι μέχρι τέλους. Μέχρι να φθάσω στην εξωτική, είχα ξεπετάξει τοιουτοτρόπως μια δεκαριά τραγούδια. Έτσι, να δένει με το γενικότερο κλίμα. Εύκολο είναι να περάσουν καλά τρεις-τέσσερις άνθρωποι, απλοί και καταδεχτικοί. Και πώς αλλιώς, παρά με το να φάνε, να πιούνε, την Άρτα να φοβερίσουνε και να ρευτούν χαμηλοφώνως.
Είπαμε να γλεντήσουμε τις νέες ρυθμίσεις. Απόψε το γλέντι. Κεφτεδάκια, πατάτες τηγανιτές, κολοκυθάκια και μελιτζάνες. Χωριάτικη περιποιημένη, τυροκαυτερή, θα φέρουν κι ένα καφάσι μπύρες, μια χαρούλα. Και η βρόχα θα πέφτει στην τέντα, έτσι μας απείλησε για απόψε η κ. Σούζη… Θα φάμε, θα πιούμε, θα φύγουν οι άνθρωποι και θα μείνω στη βεράντα να αναμασήσω τα ερωτηματικά, αγαπητό ημερολόγιο. Μπας και πάρω απάντηση. Μεταξύ μας, την ξέρω, αλλά έτσι για τα μάτια “το τίθω” το ερώτημα (που έλεγε και η Άντζελα Δημητρίου).
Τόσο εύκολα εξατμίστηκε η δημοκρατικότητα της αριστεράς; Για δε το ηθικόν της πλεονέκτημα ούτε λόγος. Σιωπώ, γιατί βαριέμαι. Άκουσα ότι πολίτες μεθαύριο θα διαδηλώσουν στο Σύνταγμα εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Λύσσαξαν, δεν ελέγχουν τι λένε, επιστράτευσαν μεθόδους Αυριανής του 1985. Θυμάστε; Εμ ξεχνιούνται; Καλά, για σκατόφτυαρο τους είχα, δεν με εξέπληξαν, αλλά περίμενα να κρατήσουν τα προσχήματα. Μέχρις εδώ ήταν η ανεκτικότητα και η συμπόνοια τους στον πόνο του πολίτη; Η ροζέ αριστερά. Ήταν καμμιά ανάγκη να ειπωθούν τόσες μαλακίες, τόσες βλακώδης κατηγορίες, να επιστρατευθεί ό,τι κατώτερο, να πεταχτεί τόση λάσπη; Σε κάποιους που θέλουν να διαμαρτυρηθούν. Τσ τσ τσ!
Αυτοί. Που καίγανε την Αθήνα, που ξήλωναν τα πεζοδρόμια, που κάλυπταν και ενθάρρυναν ό,τι πιο διαλυτικό. Οι ίδιες φάτσες είναι. Τώρα κλαουρίζουν για την συνταγματική νομιμότητα. Και… να ρωτήσω; Το κίνημα ΔΕΝ ΠΛΕΡΩΝΩ, ήταν μέσα στα πλαίσια της Συνταγματικής νομιμότητας; Ρε άϊντεστέ μου στο διάολο, στράτσες της κουζίνας. Ποια είναι η στράτσα; Η πολύ λερωμένη πατσαβούρα. Που θα καταγγείλετε κιόλας, λιγούρια που πέσατε στο μούχτι με λαιμαργία μεγαλύτερη κι από κείνη των δευτερότριτων του Πασόκ. Ποιο είναι το μούχτι; Α, πολλά ρωτάτε καλά μου και μόλις ήρθε ο καφές μου, αφήστε να αγναντέψω μια θάλασσα λάδι! Τόσα είπαμε, σε τούτο κολλήσατε; Βγάλτε το από τα συμφραζόμενα.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.