Ψιτ, εσείς καλά μου, να σας πω. Μην αρχίσουμε τώρα τα Με την πρώτη σταγόνα της βροχής και τέτοια κλαψομουνιάρικα, συγγνώμη κιόλας. Είναι πολύ νωρίς για να βάλουμε φανελάκι, σεντόνι στον ύπνο και πλερέζες γενικώς. Ε, το βράδυ αργά μπορεί να ρίξουμε πάνω μας ένα ζιπουνάκι, για την υγρασία. Αλλά μέχρις εκεί. Δεν θέλω πρώιμες μελαγχολίες του Σεπτέμβρη, τραγούδια του Τόνυ Πινέλλι (άκου τι πήγα και θυμήθηκα!), μήτε κουβέντες του τύπου να κατεβάσω χειμωνιάτικα, να στρώσω το σπίτι και άλλα τέτοια θειτσίστικα.
Είναι ακόμα καλοκαίρι.
Εγώ χθες κοιμήθηκα στο μπαλκόνι, σε ένα στρώμα φουσκωτό, παρμένο επί τούτου (αλλά διπλωμένος με το σεντόνι σαν σαλάμι, για τα κουνούπια τάχα).
Έχουμε άλλα για να μελαγχολήσουμε. Ακούστε 5 λεπτά ειδήσεις και θα βρείτε χίλιους λόγους. Δωδεκάμισι χιλιάδες εργαζόμενοι στον δρόμο, η συνέχεια άγνωστη. Πρέπει με κάθε τρόπο να αποτρέψουμε την κατάθλιψη, να κρατήσουμε το μυαλό μας στη θέση του. Αύριο πόσοι; Γύρω μας απειλές και μέσα μας φαγούρες.
Το μεσημέρι, με το σχόλασμα από την δουλειά, πήγα στη θάλασσα. Μόνος. Είπαμε, τώρα την χαιρόμαστε εμείς οι εραστές της. “Πού θα μας βρε μουρλέ;” με ρωτούσαν κάτι μουτσουνίτσες νοικοκυρίστικες κι ύστερα κάτι φιλαράκια, μικροπαντρεμένα, πνιγμένα στις έγνοιες “Να πας ρε μαλάκα” μου γνέφανε. “Τι να λέει να μουχλιάσεις στο σπίτι…” Ε, είπα να μην τους στεναχωρέσω, έβαλα βερμούδα και ξαμολύθηκα. Υπέροχη, η γλυκειά μου. Διάφανη και φιλόξενη. Ζεστή και καταδεχτική, σαν αγκαλιά. Θαλασσοδάρθηκα αρκετά κι ύστερα βγήκα και σωριάστηκα αποκαρωμένος σε μια ξαπλώστρα. Απαλός ο ήλιος, απογευματινός, τον άφηνες να σε χαρεί μια στάλα κι αυτός. Είχε κάτι λίγα μαγιώ μπραζίλ γύρω, κάποια αξιοθαύμαστα, άλλα αδικημένα εντελώς, πνιγμένα σε κάτι κωλομέρια απολύτως μεσογειακά. Το καλό είναι που πια απόκαμαν οι φανατικοί της ρακέτας, οι υπεύθυνοι των μαγαζιών ψιλοβαριούνται πια, κουράστηκαν κι έτσι πάψανε κείνες οι μουρλομουσικές. Κάτι κουβέντες μονάχα λιγοστές, τιτιβίσματα πουλιών, το κύμα απαλό κι η σιωπή μιας βάρκας δεμένης στη σημαδούρα, με βρώμικες ψαροκασέλες στηλωμένες στην πλώρη. Ε, ρεμβάσαμε όσο ρεμβάσαμε, είπαμε πέντε κουβέντες με την γκαρσόνα για τον κόσμο που λιγόστεψε, για τα μαθήματα που χρωστάει κι ύστερα σηκωθήκαμε και πήγαμε για σουβλάκια. Με γύρο, με απ’ όλα και με την πίτα αλάδωτη, ξεροψημένη. Α! Η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Στον γυρισμό έπαιξα τον άνετο. Με λευκό φανελάκι, μαύρο γυαλί καρφωμένο στο μέτωπο, ανοιχτή ηλιοροφή, μουσική του δειλινού (ναι, έχω μια τέτοια κατηγορία στη συλλογή μου) και πόζα ανέμελη.
Κανείς δεν ήξερε πως είχα πεντέμιση ευρώ όλα κι όλα στην τσέπη.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.