Καλοκαίρι, με τη φέτα το καρπούζι στο ένα χέρι… Κι αυτός ο πρωινός καφές στη βεράντα, ανάμεσα στα λελουδικά! Κι ύστερα καταβροχθίζεις τα χθεσινοβραδινά περισσεύματα. Μόνο ο χρόνος πιέζει, όλα να τα προλάβεις.
Φτιάχνεσαι όμως με τις εικόνες. Παραμυθιάζεσαι. Άλλοτε από μνήμης κι άλλοτε εικόνες που αντικρύζεις δίπλα σου, μπροστά σου, στις διακοπές, στο δρόμο για το φούρνο, σε ένα χωριό, σε μια φτωχογειτονιά της πόλης. Κι αυτό είναι που δεν μας συγχωρούν οι κουφάλες οι ξένοι. Μισή ώρα δρόμος από τη θάλασσα. Και τι θάλασσα…
Μια μπουκαμβίλια ολάνθιστη σκαρφαλωμένη σε μια μάντρα ερείπιο. Ένα ταψί γεμιστά. Γλυκό του κουταλιού βύσσινο. Ένα πανέρι πέτρες και κοχύλια χρωματιστά.
Παιδιά ξυπόλητα που τρέχουν γλύφοντας ένα παγωτό ξυλάκι. Περιφερόμενοι μανάβηδες με ζαρζαβατικά. Ηλικιωμένοι με ψαθάκι και την εφημερίδα στη μασχάλη. Φιλακόλουθοι που δεν παραλείπουν να παρευρεθούν στα πανηγυράκια φτωχών αγίων της εξοχής.
Όταν βραδιάζει κωλοφωτιές και νυχτολούλουδα.
Κι ύστερα -ω, το καλύτερο!- το σούσουρο που γινότανε στο χωριό, στα καφενεία πρωτίστως, για ένα μπουλούκι θεατρίνων που ξέπεσαν στα μέρη τους και κολύμπησαν ξεβράκωτοι στην κοντινή παραλία και μετά το μπάνιο λιάζονταν αμέριμνοι, χαριεντίζονταν ανάμεσα σε αμμόλοφους και καλαμιές. Όλα τα είδανε οι ματάκηδες του χωριού, πολίτες υπεράνω υποψίας και κολλητοί της χωροφυλακής παλιότερα. Τέτοια πολλά.
Στο ιστορικό νησί θα εκδράμω. Κούλουρη. Δεν έχω ξαναπάει ποτέ. Ας πνεύσουν ούριοι οι άνεμοι.
Ρε κουτά, χαρείτε τα μικρά και ασήμαντα. Μικροχαρές είναι η ζωή. Οι μεγάλες απολαύσεις είναι για τους λίγους και τυχερούς. Εμείς τα μικρά, τα καθημερινά. Γιατί έρχεται χειμώνας βαρύς κι ασήκωτος.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.