Υγεία και αντοχές να έχουμε…
Λαγωνικά μου εσείς, σωστά το μυριστήκατε. Ναι και σήμερα οι ερασταί της θάλασσας, θα καταφύγουμε στην αγκαλιά της, την καταδεχτική. Ξέρει κανείς πιο φιλόξενο καταφύγιο, παρηγοριά και απαντοχή; Όχι, ε; Το ίδιο θα πω και θα σιγουρευτώ εδώ πώς μόνο από ασυμφωνία χαρακτήρων δεν θα ναυαγήσει η σχέση μας.
Έτσι, σε μια στροφή του δρόμου να την αντικρύσω ξαφνικά με ανάσα συγκρατημένη. Το πιο ήρεμο στέκι θα επιλέξω σήμερα. Να σταθώ όρθιος μια στιγμή απέναντί της κι ύστερα να σωριαστώ σε μια καρέκλα και να καρφώσω τη ματιά μου μακριάααααα, στη νοητή γραμμή των οριζόντων.
Δίπλα μου η παρέα ψιλοσιωπηλή, θα λέμε μονάχα τα απαραίτητα διαπιστώνοντας την ομορφιά του τοπίου (παλιότερα με άλλες συνθέσεις δεν το κατάφερνα σχεδόν ποτέ, αλλά έκανα υπομονή), να ακούω χωρίς παράσιτα εκείνον τον σβηστό ψίθυρο του κύματος και κάτι τιτιβίσματα πουλιών. Όταν το επιτρέπει η φλυαρία της παρέας, οι θόρυβοι του μαγαζιού και των πέριξ, αυτό είναι απόλαυση που δεν εξαργυρώνεται.
Κι ύστερα η Όλγα η γκαρσόνα που σπουδάζει ψυχολογία κι όλο είναι στα χωρίσματα με τον δικό της, να φέρει τους καφέδες με νερά και παγάκια, με ένα χαμόγελο λαμπερό και με ένα ντεκολτέ μέχρι τον αφαλό. Με την πρώτη γουλιά να πάρω την ματιά από το ντεκολτέ και να την βυθίσω (για την ματιά μιλάμε πάντα) πέρα μακριά σε κείνη την γραμμή των οριζόντων, εκεί που σμίγει ουρανός με θάλασσα, τίποτα να μην ακούω από όσα καλιαρντίζουν δίπλα, παρά μονάχα να γνέφω με το κεφάλι ναι ναι πότε πότε, κάτι μεταξύ ευγένειας και γαϊδουριάς, αλλά πάντα να ατενίζω εκείνη την μυστηριώδη γραμμή που ποτέ δεν αξιώθηκα να φτάσω. Και ξαφνικά να σηκωθώ (πάντα γνέφοντας ναι, ναι), χωρίς τίποτα να πασαλειφτώ γιατί δεν χρειάζεται πια και να βουτήξω στην αγκαλιά της.
Η υποψία πως ίσως η σημερινή είναι η τελευταία φορά, (το επόμενο Σαββατοκύριακο έχει προετοιμασία εορταστικών εκδηλώσεων, ε μετά την εθνική γιορτή πια κάτι περί επερχόμενων θυελλωδών ανέμων ακούστηκε), όλο αυτό είναι που κάνει την επαφή πιο μελαγχολικοτρυφερή, πιο λαίμαργη και πιο γούτσου-γούτσου.
Αργά το μεσημέρι, μετά από καμμιά μπύρα με σουβλάκι, από ψώνια εδώδιμων καθ’ οδόν, θα πάρουμε την άγουσα να γυρίσουμε με τσιφτεντέλια στο μαγαζί. Τσιφτεντέλια τώρα, μην φανταστείτε τίποτις εξαλωσύνες. Έχετε στο μυαλό σας κάτι πιο λιτό και απέριττο.
Αυτά και μην μου μελαγχολείτε. Θα ξανάρθει το καλοκαίρι. Μονάχα υγεία και αντοχές να έχουμε…
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.