Η μέρα το επιτρέπει…
“Ένα μ’νί παινεύτηκε σ’ Ανατολή και Δύση,
πως δεν ευρέθη μερακλής να το καλαφατίσει…”
Ελεύθερη και πιο λάιτ απόδοση του αποκριάτικου, έτσι να πανηγυρίσω τις κυβερνητικές επιτυχίες δώθε-κείθε και ιδιαιτέρως στο θέμα της αξιολόγησης που σημειώνει τέτοιο σουξέ θαυμαστό.
Ανατσουτσουρώστε! Άνθισαν οι αμυγδαλιές, μύρισε καλοκαίρι. Ε, μαζέψτε κείνα τα ηλεκτρικά υποστρώματα, πα πα πα. Μια ροζ αζαλέα ολάνθιστη σαν νύφη ζαχάρωνα προχθές, δεντράκι ολόκληρο! Δύσκολο κλαρί, γαμώτο. Ωραίο μα δύσκολο, όπως όλα τα ωραία. Θα τα ξεπαστρέψω τα μίζερα φυτά, βαρέθηκα να μικρομεγαλώνω.
Α, θα βάλω μουσικές, “Πώς το τρίβουν το πιπέρι“, αλλά και κείνο το άλλο που λέει “Τι έχεις κόρη μ’ κι είσι κατ’ κι είν΄ τα πόδια σου στ’ αυτιά τ’;“, το άλλο πάλι που ασχολείται με την ορθογραφία διευκρινίζοντας ποιο λένε Γιώτα και ποιόνε Παναγιώτα, τέτοια παραστατικά και ανέμελος θα επιδοθώ στην κηπουρική.
Μεταφυτεύσεις. Τρεις Βιολέτες, δυο Γαρυφαλλίτσες, το Γκότζι-μπέρι που θέλει γλάστρα με μπόι γιατί η ρίζα του πααίνει χαμηλά, ένα Πολύγαλα, δυο Γαρδένιες μίζερες, έναν Στρατηγό, μια Καρίσα που δεν πάει καλά και θα της αλλάξω αγγείο, αλλαγές για να βολέψω δυο-δυο σε κοινές γλάστρες να μην πήξει ο τόπος, αλλά να τα καλύψει και το αρδευτικό σύστημα. Έγνοιες και τούτες!
Σχεδίαζα μια βολτούλα με καπέλο πιερότου παρα θιν αλός, μα δεν βοήθησε ο καιρός, αλλά κι αυτή η διάθεση η γαμημένη, συγγνώμη κιόλας αλλά η μέρα τα επιτρέπει αυτά.
Κυριακή της Τυρινής αύριο, παλιά τρώγαμε μακαρόνια, αυγά και τυρί, το καλούσε η μέρα. Τυρόπιτες, γαλατόπιτες, δίπλες, όλα αυτά. Τα ανύπαντρα κορίτσια κάνανε κι ένα μαγιολίκι με τα μακαρόνια, δεν το καλοθυμάμαι, πάντως ήταν στην κατεύθυνση της ανίχνευσης γαμπρού. Του λόγου μου φτιάχνω κατά παράδοσιν μια πρασσόπιτα δικής μου επινοήσεως, αλλά δεν θα περιαυτολογήσω.
Άντε, να παρελάσει κι ο βασιλιάς Καρνάβαλος, να χορέψουν το γαϊτανάκι τα παιδιά, να βγουν οι τάχα βραζιλιάνες χορεύτριες από τον Ρέντη πάνω στα άρματα & να χορέψουν ξέφρενα τρεμοπαίζοντας τα κωλομέρια, την Καθαροδευτέρα να τρέξουν οι μισοί εκεί που μοιράζουν ταραμοσαλάτα & κουκιά βραστά, στου Φιλοπάππου και στου Βεΐκου (δεν το προχωρώ γιατί θα μου την πέσουν οι αλληλέγγυοι, βάλαμε βλέπεις κεχαγιάδες στα αρχίδια μας, πάλι η μέρα το επιτρέπει), να πετάξουν τον αετό στα ξάγναντα οι μικρομπαμπάδες με τα παιδιά, να γίνουν τα πρεπούμενα.
Παλιότερα οι Δήμοι οργάνωναν κάτι πανηγύρια με κλαρίνα στις αλάνες, οι σύλλογοι παιδικά πάρτυ, τα σωματεία χοροεσπερίδες με λαχνούς, αξέχαστες ιστορίες, οι ιδιώτες πάρτυ μασκέ, τα μαγαζιά αποκριάτικες ατραξιόν. Η μάσκα έδινε πάντα άλλοθι. Έτσι, μια τρελή βραδιά καρναβαλιού, συνέβαιναν διάφορα. Γνωριμίες, φάρσες, εκπλήξεις, απώλειες του πολυτιμωτέρου…
Τελικά θα μου πει κανείς; Ουρά στον αετό τι θα βάλω; Στο ραδιόφωνο η Δόμνα Σαμίου θέτει και μια άλλη παράμετρο της Σαρακοστής.
“Την τρανή την Αποκριά που αποκρεύουν τα φαγιά, αποκρεύουν κι από μ’νιά.
Αποκρεύουν το τυρί, αποκρεύουν και το μ’νί“.
Κι ύστερα δώστου πάλι “Πώς το τρίβουν το πιπέρι“.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.