Η γλυκειά μου και… η πολιτική!
Ψιτ, εσείς καλά μου, πείτε μου γιατί δεν τα προλαβαίνω. Για την μόλυνση του Αργοσαρωνικού έγραψε Τουίτ ο Καρανίκας ή ακόμα; Τι ποια δεν προλαβαίνω; Τούτα τα παλιοπράματα που καβαλήκαν το γκουβέρνο, τους καταληψίες ντε. Αλλά επανερχόμεθα στα σοβαρά. Μην αρχίσουμε τώρα τα Με την πρώτη σταγόνα της προχθεσινής βροχής σκοτ… και τέτοια κλαψομουνιάρικα, συγγνώμη κιόλας. Είναι πολύ νωρίς για δάκρυα, για να βάλουμε φανελάκι και σεντόνι στον ύπνο. Βάλτε και άλλο πιάτο στο τραπέζι, κεράκι για την αυριανή γιορτή, αλλά βάλτε επίσης και πλερέζες. Έτσι, να πανηγυρίσουμε το άνοιγμα στις αγορές.
Θυμάστε κάτι ειρωνείες των Συριζαίων περί της επερχόμενης λίγο πριν πέσει η κυβέρνηση των… γερμανοτσολιάδων; Ξεχνιέται τέτοια ευστοχία; θα μου πείτε και θα σιωπήσω από βαρεμάρα. Ζέστη. Ε, το βράδυ αργά μπορεί να ρίξουμε πάνω μας ένα ζιπουνάκι, για την υγρασία. Αλλά μέχρις εκεί. Δεν θέλω πρώϊμες μελαγχολίες του Σεπτέμβρη, μήτε κουβέντες του τύπου Να κατεβάσω χειμωνιάτικα, να στρώσω το σπίτι και άλλα τέτοια θειτσίστικα. Είναι ακόμα καλοκαίρι.
Του λόγου μου απόψε θα κοιμηθώ στο μπαλκόνι, σε στρώμα φουσκωτό (διπλωμένος με το σεντόνι σαν σαλάμι, για τα κουνούπια τάχα). Έχουμε άλλα για να μελαγχολήσουμε. Ακούστε 5 λεπτά ειδήσεις και θα βρείτε χίλιους λόγους. Πρέπει με κάθε τρόπο να αποτρέψουμε την κατάθλιψη, να κρατήσουμε το μυαλό στη θέση του. Αύριο πόσοι νέοι άνεργοι; Γύρω απειλές και μέσα μας φαγούρες.
Είχα ένα ρεπουδάκι φυλαγμένο να βρίσκεται, πέρασα ΚΤΕΟ την κούρσα και κατόπιν παρέα με ένα φιλαράκι σαλπάραμε απαλά. Μας περίμενε κι έκανε κάτι παιχνιδάκια με τον ήλιο που έλεγες εδωπά θα ρίξω άγκυρα μέχρι να νυχτώσει. Είπαμε, τώρα την χαιρόμαστε εμείς οι εραστές της. “Πού θα πας βρε μουρλέ;” με ρωτούσαν από χθες κάτι μουτσουνίτσες νοικοκυρίστικες κι ύστερα κάτι φιλαράκια, μικροπαντρεμένα, πνιγμένα στις έγνοιες “Να πας ρε μαλάκα”, μου γνέφανε. “Τι να λέει να μουχλιάσεις στο σπίτι…” Ε, είπα να μην τους στεναχωρέσω και ξαμολύθηκα.
Υπέροχη, η γλυκειά μου. Διάφανη και φιλόξενη. Χλιαρή και καταδεχτικιά, σαν αγκαλιά. Αλλά κι ο καφές άλλο πράμα κάτω από το αρμυρείκι. Θαλασσοδαρθήκαμε αρκετά κι ύστερα σωριαστήκαμε αποκαρωμένοι στις ξαπλώστρες. Απαλός ο ήλιος, κομματάκι αδύναμος, τον άφηνες να σε χαρεί μια στάλα κι αυτός. Γύρω αργοσάλευαν κάτι λίγα μαγιώ μπραζίλ, κάποια αξιοθαύμαστα, άλλα αδικημένα εντελώς, πνιγμένα σε κάτι κωλομέρια απολύτως μεσογειακά.
Το καλό είναι που πια απόκαμαν οι φανατικοί της ρακέτας, οι υπεύθυνοι των μαγαζιών ψιλοβαριούνται πια, κουράστηκαν κι έτσι πάψαν εκείνες οι μουρλομουσικές. Κάτι κουβέντες μονάχα λιγοστές, τιτιβίσματα πουλιών, το κύμα απαλό κι η σιωπή μιας βάρκας δεμένης στη σημαδούρα, με βρώμικες ψαροκασέλες στυλωμένες στην πλώρη. Ε, ρεμβάσαμε όσο ρεμβάσαμε, είπαμε πέντε κουβέντες με την γκαρσόνα για τον κόσμο που λιγόστεψε, για τα μαθήματα που χρωστάει, εκείνη επέμενε να φέρνει την κουβέντα στον πρώην της, χέστον τώρα καημένη της έκοβα τον αέρα, ύστερα πήγαμε για σουβλάκια. Με γύρο, με απ’ όλα και με την πίτα αλάδωτη, ξεροψημένη. Α! Η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
Στον γυρισμό έπαιξα τον άνετο. Με λευκό φανελάκι, μαύρο γυαλί καρφωμένο στο μέτωπο, ανοιχτή ηλιοροφή στην κούρσα, μουσική του δειλινού (ναι, έχω μια τέτοια κατηγορία στη συλλογή μου) και πόζα ανέμελη. Κανείς δεν ήξερε πως είχα πεντέμιση ευρώ όλα κι όλα στην τσέπη. Και νάτος ο συνειρμός. Να με προσγειώσει στην καθημερινότη, μα από την ελαφριά αποτέτοια της, σώνει με τα σοβαρά.
Λέγαμε για τούτα τα πειραματιζόμενα στην καμπούρα μας, τα αστοιχείωτα που μας προέκυψαν ως κυβέρνηση, έτσι από το πουθενά και επειδή μπορεί να μας ψεκάζουν που έλεγε κι ο Πάνος, να μας πολεμάνε οι ξένοι που λέγανε όλοι γενικώς, μπορεί να χρειαζόμαστε την οικουμενική μας που επιμένει ο Λεβέντης, αλλά ως λαός είμεθα μαλακισμένος. Και γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε. Και ως τέτοιος λαός ψηφίζουμε.
Έβλεπα απόψε, κατά τύχη φιλώ σταυρό, ένα κακέκτυπο του περυσινού Σουρβάιβορ, γυρισμένο στην ημεδαπή. Σαν διαφήμιση και σαν πολιτική εκπομπή καναλιού επαρχίας μου φάνηκε. Ντιπ φτηνό πράμα. Να δείτε τι μου θύμισε… Αν εξαιρέσεις κάτι καπούλια τορνευτά, που σε λίγες μέρες λογικά θα σουρώσουν από την πείνα. Κατά τ’ άλλα να δείτε τι μου θύμισε. Αλλά αν δεν βλέπαμε την φτηνοπαραγωγή με τα καρπούζια και τη γουρνόλασπη, πώς θα εκτιμούσαμε το αετίσιο πέταγμα του Ντάνου στον στίβο και τον τορνευτό της Σάρας; Ε, πώς; Όλα τελικά στην πολιτική καταλήγουν.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.