Η Δημοκρατία και το… καλοκαίρι!
Ηχήστε οι σάλπιγκες, παρατάξτε στις πισίνες τα ροζ φλαμίγκο. Μην σφίγγεστε στην φωτογράφιση, βγαίνει στο πλάνο. Η Δημοκρατία θα γιορτάσει στους κήπους τα 43 της, με το συμπάθειο. Πέρυσι σαν τώρα είχαμε απόπειρα πραξικοπήματος στη γείτονα. Το είπαν και πραξικόπημα οπερέτα. Δεν παραξενεύτηκα. Ηρεμήστε. Εμείς έχουμε τον Δεκαπενταμελή που παίζει στα δάχτυλά στρατιωτικά και εθνικά θέματα, έχουμε υπουργό Αμύνης που μπορεί να ρίχνει καμμιά παπαριά απερίσκεπτα, αλλά… κρατά τα μπόσικα. Η Δημοκρατία δεν κινδυνεύει, παρά μόνο από διακωμώδηση. Ένας επιπλέον κίνδυνος είναι να σπάσουν οι κορσέδες από τα χάχανα. Θα βάλουν τζάκετ παραλλαγής, θα παρατάξουν Αυλωνίτου και Κουρουπλή στα κανάλια, θα οπλίσουν τα παπαροπίστολα, θα ρίξουν καμμιά μπαρούφα εσωτερικής κατανάλωσης να κατατροπώσουν φιλελέδες & γερμανοτσολιάδες, θα πάρουν φόρα και… θα κλάσουν μέντες, συγγνώμη κιόλας. Κατόπιν όλοι μαζί θα ξαμολυθούν στα κυκλαδονήσια για μπανάνα.
Αλίμονο σε εσάς τα άμοιρα που τους ψηφίσατε τρεις φορές και παραμένετε αμετανόητα ξεστομίζοντας κάτι ανοησίες τύπου Όλοι ίδιοι είναι…. Γιατί, οι άλλοι είναι καλύτεροι… τέτοια. Ναι, γίδι μου καλό και ακοινώνητο που σκιάζεσαι την Εσπερία μην σου τσιμπήσει παιχνιδιάρικα το μάγουλο έτσι που θα σε δει μες τα σαλβάρια, την αξουρισιά και το παλούκι του πανό στην μασχάλη. Ναι. Είναι τελικά καλύτεροι. Γιατί θα πουλούσαν την Τραινοσέ αντί 300 εκατ. αλλά τους σταμάτησαν οι εκλεκτοί σας τότε που κατέβαζαν στο δρόμο τις ορδές, εσάς δηλαδή. Και κατόπιν, οι σκιτζήδες, την έδωσαν για 45. Οι των σκληρών διαπραγματεύσεων!
Δεν σε πείθω, ξέρω πως ματαιοπονώ κι είναι Κυριακή βραδάκι, μέσα Ιουλίου με ψιλοχαμηλωμένο Βαρομετρικό και επικείμενη βροχούλα καλοκαιρινή στην πρωτεύουσα! Άει καλό μου, να πλυθείς στη θάλασσα από μεθαύριο που θα σιάξει ο καιρός. Πάρε και τον Κουρουπλή μαζί, την Αυλωνίτου, τον Αυτιά, τον Παπαδάκη, τον Λυριτζή, να μην τους βλέπω στα κανάλια. Ο τελευταίος έφυγε; Ας πάει στο συχώριο. Και πηγαίνοντας διάγραψέ με γιατί αηδιάζω να βλέπω κατά τύχην εδώ κάτι παλαιοκομμουνιστικές αναγούλες που σγαρλίζεις ανορθόγραφα.
Τέρμα τα πολιτικά. Περνάμε στα σοβαρά θέματα, καινούργια μαγιώ, καπέλα, χρωματιστά γυαλιά από περιφερόμενους πωλητές, τέτοια. Απόψε θα φτιάξω ένα στικάκι με τραγούδια για τις ώρες που ταξιδεύω. Με διάθεση καλοκαιρινή. Ίσως μουσικές μόνο, κομμάτια ορχηστρικά. Που ακούγοντάς τα θα είναι σαν να διαβάζω ένα μυθιστόρημα καλοκαιρινό του Κοσμά Πολίτη, σαν να βλέπω το “Προξενιό της Άννας”, το “Γαμήλιο εμβατήριο” (τα γυρίσματα παρακολούθησα παιδάκι στον Καϊάφα), σαν να ξεφυλλίζω παλιά περιοδικά και σαν να σκαλίζω σαρανταπεντάρια δισκάκια σ’ ένα συρτάρι ραπτομηχανής Σίγγερ στο σπίτι στο χωριό. Κατόπιν θα κόβω ταχύτητα κι απ’ το παράθυρο θα κοιτάζω τα καρπουζοχώραφα πλάι στο κύμα, το απότιστο χώμα, πιο πέρα δυο κορίτσια να γυρνάνε από τη θάλασσα με τα μαλλιά στη γυμνή πλάτη, μπλεγμένα απ’ την αλμύρα. Κι ύστερα θα γκαζώνω απότομα, να προλάβω το ηλιοβασίλεμα στο Ιόνιο.
Το βράδυ να γυρνάω σπίτι που θα κάθεται η μάνα μου στο μπαλκόνι με δυο γειτόνισσες και με τα χέρια σταυρωμένα, θα τους φέρνω καλαμπόκια ψημένα, πατημένα στο αλάτι. Θα βάζω ένα μπλουζάκι σε χρώμα που βγάζει μάτι και θα ξεπορτίζω για μπύρες με φίλους, θα φλυαρούμε ασταμάτητα, θα αλλάζω την κουβέντα όταν την πάνε σε πλάκες νεανικές γιατί μου κάνει λίγο σαχλό και γεροντίστικο, κατόπιν θα κουτσομπολεύουμε αθώα κοινούς φίλους και θα γελάμε με τα καθημερινά. Ξέρετε, εκείνο το αθώο κουτσομπολιό, το λίγο κοροϊδία, που δεν κρύβει φθόνο.
Αν τύχει να πάμε σε στέκι πολυσύχναστο, παίζουμε συνήθως ένα παιχνίδι. Πιάνουμε θέση-θεωρείο σε πέρασμα και επεξεργαζόμαστε τις παρέες που βολτάρουν προσπαθώντας να μαντέψουμε καταγωγή, τόπο κατοικίας-προέλευση. Από το σουλούπι. Πολυπαιγμένο, αλλά ανεξάντλητο παιχνίδι. Όταν στην παρέα είναι γυναίκες, είμαστε κύριοι. Λέμε για τα νησιά που πήγαμε παλιότερα (λατρεμένο θέμα τους), για ψώνια, για τα πολιτιστικά της περιοχής, τέτοια. Μόνοι μας, αφήστε. Παίζουμε το παραπάνω παιχνίδι, ρευόμαστε με την μπύρα, κοιτάμε εξεταστικά κανέναν κώλο περαστικό. Επειδή όλα τα υπόλοιπα που καθορίζουν τη ζωή μας, μόνο για γέλια δεν είναι πια. Το άλλο πρωί με τη γεύση του βρασμένου αυγού στο στόμα, βιβλία κι εφημερίδες (που ξέρω πως δεν θα διαβάσω) πατηκωμένα στην τσάντα, θα φεύγω για μια απομακρυσμένη αμμουδιά απαλή σαν αγκαλιά, με τη μουσική πολύ δυνατά, τα τραγούδια που θα διαλέξω…
Αλλά όλα τούτα δεν είναι της παρούσης. Ούτε το να σας περιγράψω μια γλάστρα με τέσσερις ρίζες ιβίσκου ολάνθιστες απέναντί μου. Της παρούσης είναι η προετοιμασία μου… να δραπετεύσω. Από όλα. Από τους στενούς δρόμους της γειτονιάς, από τα οικονομικά προβλήματα και κυρίως από τις σαχλές καταστάσεις, τις μικρές και χαζές συμπεριφορές, μα δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Λαδερά και πολλά φρούτα. Ε, το βράδυ μπύρα παγωμένη. Κολυμπήστε αρκετά, όχι ένα μπλουτς και τσιγάρο στην ξαπλώστρα. Τα πρωινά κυκλοφορήστε με καπέλο, για βράδυ συνιστώ λινά πουκάμισα.
Μουτς!
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.