Γκουτ-μπάϊ και γκουτ-λακ
Ετοιμάζω βαλίτσα! Ναι, ναι, μισεύω λίαν πρωί. Σας φιλώ σταυρωτά, αφήνω γεια στις έμορφες, φορτώνω μπαούλα και σαλπάρω. Χωρίς ζήλον ιδιαίτερο, είναι η αλήθεια, αλλά θα παραμυθιαστώ και θα το σπρώξω παρακάτω το πράγμα.
Τουρνέ! Λέω να συνδυάσω βουνό και θάλασσα, μιούζικαλ και Γκόλφω, τζάκια και βόλτες παρά θιν’ αλός, χόρτα με ψητά λουκάνικα και κρασί. Ελιές όχι, δεν θα μαζέψω, κομμένα τα σκληρά. Θα συμπληρώνω (όποτε κλέβω σήμα ίντερνετ) το ημερολόγιο καταστρώματος και θα σας το κοτσάρω εδώ. Αλλά τα βράδια αργά θα μερεμετίζω κι ένα ρημαδογραπτό που ποτέ δεν βρίσκω ώρες να βυθιστώ στον κόσμο του, έτσι να δώσω μια να ξεκολλήσω, να πάω την ιστορία παρακάτω. Τους χαρακτήρες; Ε, τους λάτρεψα, αλλιώτικα δεν θα σκάρωνα μήτε αράδα.
Λοιπόν, φρόντισα να καταναλώσω τα φαγώσιμα, πότισα τα λελουδικά, τους έριξα λίπασμα, το κατάλληλο για κάθε ράτσα, άλλο για τα οξύφυλλα, άλλο για τριανταφυλίτσες, το απλό των μπλε κόκκων για ιβίσκους και τα σχετικά. Τα ράντισα κι ένα χεράκι χαλκό για προστασία. Οι βολβοί έσκασαν απαξάπαντες, ελπίζω στον γυρισμό να με υποδεχτούν ανθισμένοι. Ένας ιβίσκος κέρδισε τελευταίως τα συγχαρητήριά μου μεγαλοφώνως μπας και παραδειγματιστούν οι άλλοι, τα γαϊδούρια. Στα ξελουτρίσματα του φθινοπώρου, κανονικά θα έπρεπε να μαδάει και να περιμένει το κλάδεμα. Εκείνο, όλο προθυμία, λύσσαξε στο λελουδικό και το περίεργο δεν είναι τούτο. Είναι που μια ρίζα βγάζει τρεις διαφορετικές αποχρώσεις ανθέων. Φτου φτου φτουΙ Εκείνος ο κίτρινος ο διπλός πάει να τον μιμηθεί, κάτι κουτσοκαταφέρνει, μαζί και δυο κοντοστούπες τριανταφυλίτσες χρώματος κοραλί. Αλλά, να μην αβασκαθούν, όλα δηλαδή μια χαρά είναι την περίοδο αυτή, τα χαϊδεμένα μου. Πάντως παράπονο δεν έχουν από περιποίηση και γλυκές κουβέντες, που δεν είναι και το στυλ του νοικοκύρη τους. Κατ’ εξαίρεσιν. Ε, πότε-πότε ακούνε και καμμιά βρισιά φαρμακερή, σαν τεμπελιάζουν. Τι τους λείπει; Λιπάσματα, ραντίσματα, χαϊδολογήματα, στολίσματα άλλο πράγμα. Μέχρι αντισυλληπτικά τους χώνω κρυφά στο χώμα σε τακτά, έτσι να τα έχω πάντα καυλωμένα, συγγνώμη κιόλας.
Και με τούτο το σύντομο μάθημα γεωπονικής, θα ασπαστώ αχνά την παρειάν σας, καλά μου, και θα επιδοθώ στο να μαζέψω βαλίτσα. Λέω τούτη τη φορά να μην πάρω το μισό σπίτι μαζί. Μια φίλη με ορμήνεψε να πάρω το άλλο μισό, αλλά θα το σκεφτώ. Α και με τον γυρισμό δεν θέλω κουβέντες για στολίσματα σπιτιού και μαλακίες. Δεν είμαι τύπος χριστουγεννιάτικος. Ένα καραβάκι έχω εκεί ψηλά στο ράφι, όμορφο. Παντός καιρού. Λέω να το φορτώσω δυο λιλιά, μπάλες χρωματιστές, μια χρυσοκλωστή, ένα κάτι, να το ντύσω μπούλα (έτσι λέγαμε τα καρναβάλια στην Αγουλινίτσα το πάλαι) και αυτό είναι όλο. Δεν θέλω χαζά.
Γκουτ-μπάϊ και γκουτ-λακ, που έλεγε και ο Μποστ.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.