Με τι καρδιά να σε αποχαιρετίσω, με τι ψυχή τραγούδι να σου πω… Για τον Γιάννη Καλαμίτση ο λόγος, που έφυγε σήμερα το μεσημέρι γι’ άλλες αγκαλιές, γι’ άλλες θάλασσες.
Τον άνθρωπο του ραδιοφώνου, των εφημερίδων, της επιθεώρησης, της στιχουργικής, τον άνθρωπο της καρδιάς μας.
Την καθημερινή μου συντροφιά 30 χρόνων.
Για τα τραγούδια που έγραψε θα μιλήσουν άλλοι, αλλού. Για τα χρονογραφήματά του, για το χιούμορ του, για το ασυμβίβαστο και το ακέραιο του χαρακτήρα του. Για το πνεύμα του το σπινθηροβόλο. Μα πόσα πράγματα ήξερε πια! Τις συνταγές του, τις οδηγίες του περί κηπουρικής, περί βοτανολογίας, περί φαρμακευτικής. Τα ελληνικά του!
Απόψε θέλω να κλάψω για την συντροφιά που έχασα, την φωνή του που δεν θα ξαναακούσω να τραγουδά φάλτσα μα αξιολάτρευτα τα στιχουργήματά του πάνω σε γνωστές μουσικές φόρμες, να θρηνήσω την απώλεια του δάσκαλού μου στον τρόπο διατύπωσης της σκέψης και της εκφοράς του λόγου. Εκείνου που μας έδειχνε ότι κάνοντας πλάκα, ότι ξεγυμνώνοντας καταστάσεις και συμπεριφορές με χιούμορ αιχμηρό, μπορείς να διδάξεις ήθος και στυλ. Ακόμα και μέσα από τις σκαμπρόζικες ατάκες.
Μια φορά όλη κι όλη τον συνάντησα μαζί με την υπέροχη γυναίκα του, στην παρουσίαση ενός βιβλίου της Μαρίας Λεμονιά. Του χάρισα ένα βιβλίο ζωγραφικής με έργα του ζωγράφου των παιδιών, του Ιακωβίδη. Ενθουσιάστηκε.
Μου είπε Εσύ είσαι ρε που έγραψες τα «Χάρτινα φιλιά»; Και με αγκάλιασε. Έναν Χίλιο που ήταν κουρέας στον Πειραιά τι τον είχες; Ε, αυτό ήταν. Πέντε-έξι φορές από τα ραδιόφωνα που δούλεψε, διάβασε αποσπάσματα από το μυθιστόρημα. Κι ύστερα μια χρονιά τις μέρες των Χριστουγέννων διάβαζε καθημερινά από ένα μικρό μου αφήγημα γιορταστικό. Πέρσι μου είπε, τα υπόλοιπα του χρόνου…
Συχνά του έστελνα, τα πρωινά Σαββατοκύριακου, τούτα τα στάτους που σας κοτσάρω από εδώ περί πάντων και πασών. Τα διάβαζε, συχνά στο κλείσιμο της εκπομπής. Σαν ήταν μεγαλούτσικο το γραπτό διάβαζε ένα μέρος, ύστερα με απόπαιρνε και μου έλεγε στον αέρα πως θα το δει στο σπίτι το υπόλοιπο. Κι όλα τούτα χωρίς να περιμένει τίποτα απολύτως από μένα.
«Εἶπες Θά πάγω σ’ ἄλλη γῆ, θά πάγω σ’ ἄλλη θάλασσα. Μιά πόλις ἄλλη θά βρεθεῖ καλλίτερη ἀπό αὐτή…»
Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί πώς ένας τόσο ζωντανός άνθρωπος που έκρυβε μέσα του ένα παιδί σκανδαλιάρικο, ένα παλικάρι που ήξερε να απολαμβάνει και να ρουφάει τις μικροχαρές της καθημερινότητας, πώς γίνεται να έγραψε το «Άνθρωποι μονάχοι». Τον είχα ρωτήσει κάποτε στο τηλέφωνο. Δεν θα σας πω την απάντηση, θέλω να την ξέρουμε εγώ και κείνος.
Ερωτικό πλάσμα. Μια φορά τον ρώτησαν στο ραδιόφωνο πότε γυρνάει από τις καλοκαιρινές διακοπές, που λάτρευε να απολαμβάνει, απάντησε και του επεσήμαναν πως θα λείψει 25 μέρες. Τότε εκείνος διευκρίνισε, ο γλυκός μου: 25 νύχτες!
Θα μας λείψει εμάς των χιλιάδων φίλων του, των ανθρώπων που τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν, θα μου λείψει όσο δεν φανταζόταν.
Ο Γιάννης Καλαμίτσης δεν ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο που έφυγε και λέμε γι αυτόν δυο λόγια τυπικά. Ήταν τρυφερός άνθρωπος, πολύ γλυκός, τρυγούσε την ζωή, απολάμβανε τα απλά και καθημερινά της, ήταν ανοιχτοχέρης στην αγάπη. Και πέρα από όλα αυτά, ήταν ένα παιδί σκανδαλιάρικο.
Θα τον πενθήσω κανονικά, πιο κι από συγγενή. Σαν δάσκαλο. Μα απόψε θα βγω στο μπαλκόνι σκουπίζοντας τα δάκρυα, θα βρω ένα αστέρι το πιο λαμπερό, θα του κλείσω το μάτι και θα του πω τον στίχο του Αλεξανδρινού:
«ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι μέ τῶν δειλῶν τά παρακάλια καί παράπονα… κι ἀποχαιρέτα την τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις».
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.