Αρκετοί συγγραφείς παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων, Έλληνες και ξένοι, όταν ερωτηθούν γιατί γράφουν για παιδιά, απαντούν: «Μα εγώ δε γράφω για παιδιά, γράφω για τον εαυτό μου». Βέβαια, αν αυτό ήταν αλήθεια πέρα για πέρα, τα κείμενά τους θα έπρεπε να μένουν στο συρτάρι τους, αφού μοναδικός τους προορισμός θα ήταν να διαβαστούν μόνο από τον ίδιο το δημιουργό τους που τα γράφει «για τον εαυτό του». Δύσκολα ωστόσο πείθεται κανείς ότι ένας λογοτέχνης γράφει μόνο και μόνο για να γεμίσει το συρτάρι του με χειρόγραφα. Αυτό γίνεται μόνο στην περίπτωση που κάποιος κρατά προσωπικό ημερολόγιο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο συγγραφέας γράφει για να επικοινωνήσει, αφού «γράφω μια ιστορία, ένα μυθιστόρημα, ένα διήγημα, ένα ποίημα, ένα θεατρικό έργο» σημαίνει «λέω γραπτά κάτι σε κάποιον».
Η επικοινωνία μέσω της γραφής δεν είναι απλή βέβαια. Κάποιος διάσημος λογοτέχνης είπε κάποτε χαριτολογώντας ότι το γράψιμο είναι εύκολη δουλειά, αφού τo μόνo πoυ χρειάζεται είναι να κάθεσαι και να κoιτάς μια κόλλα άσπρo χαρτί μέχρι να στάξει αίμα από τo μέτωπό σoυ. Μπορεί γι’ αυτό λοιπόν μερικοί λογοτέχνες ν’ αρνούνται ότι με το γράψιμο επιθυμούν την επικοινωνία και δηλώνουν ότι γράφουν μόνο για τον εαυτό τους. Π.χ. η Βρετανή Rosemary Sutcliff δηλώνει: «Δε γράφω καθόλου για παιδιά παρά απλώς για τον εαυτό μου»[i]. Και αυτή όπως και πολλοί ομότεχνοί της βρίσκουν ίσως ότι πάει πολύ να τρέξει αίμα από το μέτωπό τους για να επικοινωνήσουν με τους άλλους, όταν υπάρχουν διαφορετικοί και πολύ ευκολότεροι τρόποι. Η γραφή είναι υπόθεση ιδιωτική, διακηρύσσουν. Σωστή άποψη, μόνο που και οι υποστηρικτές της φροντίζουν τελικά να εκδοθούν τα έργα τους. Άρα η διάθεση της επικοινωνίας υπάρχει, είτε την παραδέχονται είτε όχι, είτε τη συνειδητοποιούν είτε όχι. Και το «γράφω για τον εαυτό μου» μάλλον δηλώνει κάτι διαφορετικό. Σημαίνει «απευθύνομαι στον εαυτό μου» την ώρα της γραφής, αλλά με τελικό σκοπό να κοινοποιήσω στους άλλους μέσα από ένα βιβλίο εκείνο που θα προκύψει, άρα έτσι να επικοινωνήσω τελικά μαζί τους. Αυτό ασφαλώς εννοούσε και ο Arthur Ransome με την πασίγνωστη – στον αγγλόφωνο κόσμο τουλάχιστον – αποστροφή του: «Γράφεις όχι για παιδιά, αλλά για τον εαυτό σου, και αν, για καλή σου τύχη, ευχαριστηθούν τα παιδιά με αυτό που ευχαρίστησε και σένα γράφοντάς το, τότε είσαι συγγραφέας παιδικών βιβλίων».[ii]
Πρέπει λοιπόν να δεχτoύμε ως δεδομένη τη διάθεση για επικοινωνία. Επομένως ένας λογοτέχνης, την ώρα πoυ πρωταρχίζει να γεμίζει την άδεια σελίδα τoυ, είναι σαν να ξεκινά μια γραπτή αφήγηση σ’ ένα φανταστικό ακρoατή-αναγνώστη, που αναπόφευκτα πρoσλαμβάνει μία μoρφή. Αν τώρα o φανταστικός αυτός αναγνώστης του συγγραφέα είναι o εαυτός τoυ στη σημερινή τoυ ώριμη ηλικία ή έχει τη μoρφή κάπoιoυ άλλoυ ενηλίκoυ, γνωστoύ ή ιδεατού, τότε γράφει για μεγάλους, ακόμα και στην περίπτωση που θα επιθυμούσε ως αποδέκτες του κειμένου του τα παιδιά. Τo έργo δεν μπoρεί παρά να απευθύνεται κατά κύριo λόγo σε ενηλίκoυς. Αν πάλι, τo θέλει δεν τo θέλει o συγγραφέας, o αναγνώστης που νοερά έχει μπροστά του είναι παιδί, υπαρκτό ή όχι, γνωστό του ή ιδεατό, τo παιδί πoυ κάπoτε υπήρξε o ίδιος ο συγγραφέας ή τo παιδί πoυ ακόμα ζει εντός τoυ[iii], τότε, άσχετα από την όπoια πρόθεσή του, γράφει ένα βιβλίο που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι κυρίως για παιδιά.
«Κατά πάσα πιθανότητα» σημαίνει πως, όταν τελειώσει η γραφή και αποστασιοποιηθεί ο συγγραφέας από το γραφτό του, πρέπει ψύχραιμα πια να ελέγξει αν πράγματι το έργο του είναι για παιδιά και αν ο ίδιος δέχεται να προταθεί στο αναγνωστικό κοινό από τον εκδότη ως έργο παιδικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο δημιουργός, ως υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος, έχει την υποχρέωση να διακρίνει, όταν ολοκληρώσει το έργο του, αν εκείνο που αδέσμευτα έγραψε είναι πράγματι για παιδιά ή όχι.
Υπάρχουν βέβαια και συγγραφείς που δηλώνουν ότι δεν είναι δική τους δουλειά η κρίση αυτή, ή ότι αδυνατούν να κρίνουν οι ίδιοι αν το έργο τους είναι ή όχι για νεαρούς αναγνώστες, αφού γράφοντάς το δεν είχαν τέτοια επιθυμία ούτε τέτοια πρόθεση. Διακηρύσσουν λοιπόν ότι δεν το αποφασίζουν εκείνοι αλλά ο εκδότης αν το βιβλίο τους θα χαρακτηριστεί «παιδικό». Οι δημιουργοί αυτοί ωστόσο δείχνουν να μην είναι απολύτως ειλικρινείς με τον εαυτό τους ή να μην έχουν αρκετά σκεφτεί την άποψη που εκφράζουν. Ίσως πάλι και να τους τρομοκρατούν διάφοροι κριτικοί ή δημοσιογράφοι ή συγγραφείς που γράφουν μόνο για ενηλίκους με ερωτήσεις όπως: «Δεν μπορώ πραγματικά να καταλάβω πώς ένας ενήλικος με λογοτεχνική αρματωσιά μπορεί να ξοδεύει το ταλέντο του γράφοντας ιστοριούλες για παιδιά, όταν ο κόσμος είναι γεμάτος με προβλήματα που αφορούν τους μεγάλους και που απαιτούν από ένα πεζογράφο να τα φωτίσει με όση περισσότερη ικανότητα γίνεται»[iv].
Έπειτα μερικοί φοβούνται πως αν δηλώσουν ξεκάθαρα ότι τους ενδιαφέρει πρωτίστως το παιδικό αναγνωστικό κοινό, «ωθούνται πιεστικότερα σ’ ένα γκέτο», όπως έχει γράψει η Βρετανή συγγραφέας Αnn Thwaite. Στο ίδιο κείμενο, παρατηρούσε και το εξής: «Οι συγγραφείς για παιδιά, προσπαθώντας να εξασφαλίσουν ίση μεταχείριση με τους συγγραφείς για μεγάλους, δηλώνουν συχνά στην Αγγλία ότι γράφουν για τον εαυτό τους και μόνο. Αν οι εκδότες θέλουν να περιλάβουν τα βιβλία τους στους καταλόγους που έχουν για παιδιά, είναι δική τους υπόθεση, όμως η πρόθεση των συγγραφέων είναι να γράψουν τα βιβλία που έχουν στο μυαλό τους. Μόνο με μια τέτοια δήλωση νιώθουν ότι μπορούν να υποστηρίξουν την απαίτησή τους να είναι “πραγματικοί” συγγραφείς.»
Στις γραμμές αυτές φαίνονται καθαρά οι παρεξηγήσεις που συχνά υπάρχουν στις δηλώσεις όσων υποστηρίζουν ότι δεν τους ενδιαφέρει ή δεν είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για το πού κατατάσσονται τα βιβλία τους.
Πρώτα πρώτα συγχέουν και αυτοί το καθ’ όλα κατανοητό και παραδεκτό «απευθύνομαι στον εαυτό μου» με το «γράφω για τον εαυτό μου», που πολύ λίγο γίνεται πιστευτό, αφού – όπως είπαμε κιόλας – η διάθεση της επικοινωνίας με τους άλλους μέσω του βιβλίου υπάρχει πάντα. Έπειτα, συγχέουν την πρόθεση και το κίνητρο με το αποτέλεσμα. Φυσικά και το βασικό κίνητρο κάθε συγγραφέα, όπως κάθε δημιουργού, είναι να εκφραστεί καλλιτεχνικά – στην περίπτωσή του γράφοντας. Και η πρόθεσή του μία και μόνη πρέπει να είναι την ώρα της δημιουργίας: να γράψει αυτό που έχει κατά νου, χωρίς να σκέφτεται και χωρίς να τον δεσμεύει το ερώτημα σε ποιον ενδεχομένως θα αρέσει και σε ποιον όχι το βιβλίο του, για ποιον θα είναι κατάλληλο και για ποιον όχι. Όταν όμως φθάσει στο τέλος, όταν έχει μπροστά του το τελικό αποτέλεσμα, δεν μπορεί να προσποιείται ότι δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί να κρίνει αν το έργο του πρέπει ή δεν πρέπει να εκδοθεί και να περιληφθεί σε καταλόγους παιδικών βιβλίων.
Ενδεικτικά σωστής στάσης σε σχέση με τη γραφή και το αποτέλεσμα είναι τα λόγια του Βαγγέλη Ηλιόπουλου: «Όταν γράφω, έχω σα μοναδικό μου στόχο να εκφραστώ, να ανοίξω την ψυχή μου. Αν κρίνω ότι τα κείμενά μου δεν είναι για νέους ή ότι ακόμη μπορεί να τους βλάψουν, απλά θα τα αφήσω στο συρτάρι μου».[v]
Καίριες και οι σχετικές απόψεις της αλησμόνητης Ειρήνης Μάρρα: «Γράφω ό,τι μου αρέσει, όπως μου αρέσει, όπως αυτό με σώζει και με βοηθάει. Όσο γράφω, τ’ ομολογώ, δεν σκέφτομαι καθόλου αν θα αρέσει ή όχι. Μοναδική μου έγνοια είναι το γραφτό μου να βρίσκεται πάντα ακριβώς απέναντί μου και να το κοιτάζω κατάματα δίχως να κατεβάζω το κεφάλι. Από τη στιγμή που θα τελειώσω και μετά, το κείμενο μένει στην άκρη για λίγο καιρό. Θέλω να το ξεχάσω όσο μπορώ, να το απομακρύνω και μετά, ξαναδιαβάζοντάς το, τα ερωτηματικά μπαίνουν ένα ένα με τη σειρά: Σε ποιους απευθύνεται; Ποιον ενδιαφέρει αυτό που έγραψα; Αν δεν διαβαστεί ποτέ από κανέναν, τι θα χαθεί, τι θα κερδηθεί; Και αφού μιλάμε για παιδικό ανάγνωσμα, μπαίνουν κι άλλα: Η γλώσσα είναι στρωτή, κατανοητή; Πόσο ελληνική; Κι ολόκληρο το βιβλίο οδηγεί κάπου τα παιδιά; Τους λύνει κάποιες απορίες; ΄Η, ακόμα καλύτερα, τα οδηγεί σε νέες; ΄Εχει προεκτάσεις; Ανοδική προοπτική; Είναι καινούριο, κρατώντας συγχρόνως ρίζες σ’ ένα παρελθόν που δεν αποπνέει μούχλα και αποστέωση; Κι οι ήρωες; Είναι ανθρώπινοι, απτοί, πλασμένοι από χώμα και νερό ή μήπως άδεια αεροπιάσματα του μυαλού;»[vi]
Και ο Μάνος Κοντολέων έχει δηλώσει: «Γράφω βιβλία για παιδιά, για νέους, βιβλία για ενήλικες. ΄Ολα τα γράφω σύμφωνα με τις απόψεις μου, μα και τα συναισθήματά μου… Όταν αισθάνομαι χαρούμενος και αισιόδοξος, τότε γράφω έργα για παιδιά. ΄Οταν, πάλι, κάτι το επαναστατικό με διακατέχει, όταν η αμφισβήτηση του όποιου κατεστημένου με διαπερνά, τότε γράφω βιβλία για εφήβους και νέους. Κι όταν υπάρχουν περίοδοι που αισθάνομαι φόβο και θυμό για ό,τι συμβαίνει γύρω μου, τότε γράφω βιβλία για μεγάλους.»[vii]
Η κρίση λοιπόν δεν είναι ανέφικτη. Ένας συγγραφέας έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει τι είδους κείμενο έγραψε και για ποιον.
Ας φέρουμε μερικά παραδείγματα λογοτεχνικών έργων της εποχής μας: Όταν ο Κώστας Μουρσελάς τελείωσε το βιβλίο του Κλειστόν λόγω μελαγχολίας (Κέδρος), θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι «δεν ήξερε» αν είναι για παιδιά ή για μεγάλους και ότι την απόφαση να περιληφθεί σε κατάλογο βιβλίων για ενηλίκους και όχι για παιδιά την πήρε ο εκδότης; Όταν ολοκλήρωσε ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος το Βαθύς και λυπημένος όπως κι εσύ (Κέδρος), ή η Έρση Σωτηροπούλου το Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές (Κέδρος), θα έπειθαν αν βεβαίωναν ότι «δε γνώριζαν» κατά πόσο απευθύνεται τελικά το μυθιστόρημά τους σε ενηλίκους ή σε μαθητές του δημοτικού; Θα γινόταν πιστευτή ενδεχόμενη δήλωση της Ευγενίας Φακίνου ότι ο εκδότης και όχι η ίδια αποφάσισε ότι το μυθιστόρημά της Η τυφλόμυγα (Καστανιώτης) αφορά και ενδιαφέρει ενήλικο και όχι παιδικό αναγνωστικό κοινό;
Και αντίθετα: Έχοντας γράψει και την τελευταία σελίδα των βιβλίων Τα παπουτσάκια που λένε ιστορίες (Άγκυρα) η Αγγελική Βαρελλά, Εμένα με νοιάζει (Πατάκης) η Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Τα στενά παπούτσια (Πατάκης) η Ζωρζ Σαρή, Το άγαλμα που κρύωνε (Πατάκης) ο Χρήστος Μπουλώτης, Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας (Κέδρος) η Κίρα Σίνου, Η Ρηνιώ του Θύμιου (Καστανιώτης) η Νίτσα Τζώρτζογλου ή Τα δάκρυα της Περσεφόνης (Πατάκης) η Λίτσα Ψαραύτη, θα μπορούσαν έντιμα να υποστηρίξουν ότι «δεν ξέρουν» αν είναι πρωτίστως για παιδιά τα βιβλία τους;
Ας μη γελιόμαστε λοιπόν. Άνθρωποι που έχουν το χάρισμα και τη δυνατότητα να δημιουργούν λογοτεχνικά έργα δεν είναι δυνατόν να μη διαθέτουν την απαραίτητη κρίση ώστε να ξεχωρίσουν αν το έργο που ολοκλήρωσαν απευθύνεται κατά κύριο λόγο σε ενήλικο ή σε ανήλικο κοινό. Ακόμα και αν για οποιονδήποτε λόγο διστάζουν ή δε θέλουν να εκφέρουν γνώμη και αφήνουν τον εκδότη ν’ αποφασίσει, δική τους είναι τελικά η ευθύνη αν θα δεχτούν ή όχι την απόφασή του.
[i] Στο άρθρο της “Still in the making” στο περιοδικό School Bookshop News, Μάρτης 1976.
[ii] Παρατίθεται συχνότατα σε βιβλία που αναφέρονται στην παιδική λογοτεχνία. Ενδεικτικά σημειώνω την αναφορά του στον πρόλογο του βιβλίου της Jane Yolen Writing Books for Children, The Writer, Inc. Boston: 1984, και στο βιβλίο του Peter Hollindale Signs of Childness in Children’s Books, Thimble Press, Stroud (UK): 1997 σελ. 26.
[iii] Π.χ. η Catherine Storr, κατά δήλωσή της, γράφει για το παιδί που ήταν και που είναι ακόμα, η Nina Bawden για το παιδί που υπήρξε, το ίδιο και ο William Mayne, όπως αναφέρει ο Peter Hollindale, o.π. σελ. 74.
[iv] Το καταθέτει, χλευαστικά, ο Αυστραλός συγγραφέας παιδικών βιβλίων Ivan Southall στο βιβλίο του A Journey of Discovery – On Writing for Children, Kestrel Books, 1975.
[v] Στο άρθρο του «Η παιδική λογοτεχνία από τη σκοπιά ενός συγγραφέα της νεότερης γενιάς», περιοδικό Περίπλους, τ. 49/2000, σελ. 127.
[vi] Βλ. Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης: Σύγχρονες οπτικές και προοπτικές της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, επιμέλεια Ι.Ν. Βασιλαράκης, Τυπωθείτω-Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα: 1998, σελ. 78.
[vii] Από την ομιλία του στο Μάρμπουργκ της Γερμανίας, 9 Σεπτεμβρίου 2001.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους”, τ. 83, Φθινόπωρο 2006)
της Λότης Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου
Η Λότη Πέτροβις-Ανδρουτσοπούλου είναι συγγραφέας. Δείτε την επίσημη ιστοσελίδα της, κάνοντας κλικ εδώ!
Δείτε τα βιβλία της συγγραφέως που έχουμε παρουσιάσει στη Ματιά, κάνοντας κλικ εδώ!