Γάμος… στην παραλία!
Άντε, και στα δικά μας. Τα λεύτερα ντε. Τα εντελώς άνευ υποχρεώσεων (η περίπτωσή μας), τα διαζευγμένα, τα εν διαστάσει και τα λεύτερα μεν αλλά με βαρίδια, παιδιά, σκυλιά και άλλα. Στο κεφαλάκι μας και με έναν πόνο. Πώς λέω ξεκούδουνα; Μισό, να το πάρω από την αρχή.
Στο ακρογιάλι που πλένομαι και περιστεράκι γένομαι, σήμερα είχαμε γάμο. Ε, τι ποιοί; Κάποιοι που τους ήρθε να ενωθούν εις σάρκαν μίαν, αλλά με δόξα και τιμή. Για να αγκυροβολήσω στο μαγαζί της παραλίας που φέτος αγραυλίζομαι, διασχίζω το προαύλιο μιας εκκλησίας με δέντρα και λελουδικά. Ψιλοωραίο στην απλότητά του. Βιαστικά διασχίζοντάς το είδα ετοιμασίες γάμου και αναστάτωση, η ώρα η καλή είπα και τράβηξα κουπί δυνατά να προκάμω να αρπάξω την καλή τη θέση. Πέρασε η ώρα, ήπιαμε τον καφέ μας, έβαλα εμπριμέ μαγιώ για πιο Κυριακάτικο, ξεδιπλώσαμε τα κάλλη στην ξαπλώστρα, ψευτοκολυμπίσαμε στα γάργαρα, έριχνα κλεφτές ματιές σε ένα μυθιστόρημα καλοκαιρινό, ξανακουτσοκολυμπίσαμε ύπτιο και κρόουλ με γυαλάκια, απαντούσα σε σχόλια, χαζεύαμε και γενικώς απολαμβάναμε όσα απολαμβάνουν οι ανέμελοι λουόμενοι των φτωχολουτροπόλεων.
Και ξαφνικά… Ωωω ξαφνικά. Ήχος σαξόφωνου με τεχνική και τσαλίμια κλαρίνου ήρθε να ταράξει το αμέριμνο τίναγμα φυκιών από τα πόδια. Ήχος επίμονος που πλησίαζε. Τηράω δεξιά, κάτι τολμηρά μαγιώ σε λάθος κώλους. Τηράω ζερβά και… τι να δω. Μια πομπή προπορευομένου του ασπροντυμένου κλαρινοσαξοφωνίστα, κατευθυνόταν ντουγρού κατά πάνω μας μέσα από τα πεύκα, τα λιγούστρα και τις αγγελικούλες του προαυλίου του αγίου Νικολάου. Τινάχτηκε μονομιάς από τις ξαπλώστρες το εκκλ… συγγνώμη το φιλοθεάμον και λουόμενο συγχρόνως κοινό. Έτσι με τα μαγιώ.
Επικεφαλής η νύφη, ωραιότατη, ανάλαφρη και εξαιρετικά επικοινωνιακή, με ψηλοτάκουνο στην άμμο, έσερνε το νυφικό που σκάλωνε σε κλαράκια, ξυλάκια, συρματάκια, επίσης έσερνε και τον γαμπρό, έναν τύπο με καρώ σακάκι, σαν κομπάρσος σε γύρισμα μου φάνηκε. Πίσω ακολουθούσαν συμπεθέροι, φίλοι και γνωστοί με τα καλά τους, αλλά κανείς δεν τους πρόσεξε. Τι να προσέξεις άλλωστε… Ελάτε, ελάτε, έβαλα πιπέρι. Όλοι μάτια είχαμε μόνο για τη νύφη που πετούσε σχεδόν, πανευτυχής.
Χειροκροτήματα από παντού. Ο σαξοφωνίστας προπορευόμενος φούσκωνε και ξεφούσκωνε, τόσο κοινό μπορεί ο άμοιρος να μην ξανά ‘χε ψυχραγωγήσει. Η ανθοδέσμη ανέμιζε τσουρομαδούμενη από το πολύ τίναγμα, τα γκαρσόνια χτυπούσαν τον δίσκο ρυθμικά σαν ντέφι, η άμμος έκαιγε πλην κανείς δεν μασούσε. Η νύφη έδωσε την παράστασή της κερδίζοντας τα μπιζαρίσματα που προσέφερε η περίσταση. Η πομπή απτόητη κατευθύνθηκε σε παραδίπλα μαγαζί καταλληλότερο του δικού μας για την περίσταση. Μόλις έφτασαν, έδωσαν μικρόφωνο του σαξοφωνίστα, οπότε καταλαβαίνετε. Το τερμάτισε.
“Και στα δικά μας” ευχηθήκαμε, τα ελεύθερα και τα εν διαστάσει.
Έτσι να παντρευτείς, με προέτρεψαν. Σε μια παραλία. Χωρίς καρώ σακάκι διευκρίνισα και σιωπηλά ξανασωριαστήκαμε στις ξαπλώστρες. Εν τω μεταξύ, προϊούσης της ώρας, είχαν εμφανιστεί κάποια τολμηρά μαγιώ στους σωστούς κώλους τώρα πια, στραγγίσαμε κάτι παγωμένες μπύρες ξεροσφύρι, ξαναήπιαμε με μια ποικιλιότητα θαλασσινών με αλλαντικά ανακατεμένη, δεν βαριέσαι είπαμε και αργά το απογευματάκι την αποχαιρετίσαμε. Την γλυκουτσικοπικροκυματούσα.
Τέλος Αυγούστου πάλι λουτρό στο λεκανοπέδιον. Εν τω μεταξύ απόψε κάποια στη γειτονιά φτιάχνει σκορδαλιά, δεν γελιέμαι. Μα μια εβδομάδα νωρίτερα; Πρόβα κάνει η προκομμένη μου; Την Κυριακή είναι του Σωτήρος.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.