Εποχή της ελιάς και του λαδώματος
Εποχή του μαζώματος της ελιάς και του λαδώματος. Γενικώς.
Όχι όπως παλιότερα που τα πάντα γλιστρούσαν φρεσκολαδωμένα (δεν θέλω πρόστυχες σκέψεις) και δούλευε ο μηχανισμός ρολόι, αλλά όσο να ‘ναι πέφτει και τώρα ένα λαδωματάκι σαν κλείνουν οι μικροδουλίτσες και το αριστερό το μάτι. Ξέρετε, το επαναστατικό. Να μην ξεχνιέται η τέχνη και… η τακτική που δίδαξε εκείνος που λατρέψατε κάποιοι, αναφερόμενος σε αξιωματούχο του που ήταν ατζαμής και ξεσκεπάστηκε: “Είπαμε να κάνει ένα δώρο στον εαυτό του μα όχι και 500 εκατομμύρια”. Αυτά για την ιστορία.
Με τον πρώτο καφέ, καμαρώνοντας τα λελουδικά να θεριεύουν, θυμήθηκα το σχολικό ποίημα που παπαγαλίζαμε άλλοτε γιατί έτσι επέβαλε το σύστημα, πάντα το σύστημα επιβάλει πράγματα. Δεν θυμάμαι τον ποιητή, ίσως ο/η φιλόλογος επιφυλακής να βοηθήσει. “Κόραξ εις άκραν υψηλήν κλάδου εκάθητο ελαίας, μέλαιναν είχε την στολήν και εις το ράμφος είχε κρέας…”. Κατόπιν γύρεψα να βρω επίκαιρες παροιμίες, αλλά όχι δασκαλίστικες, “φασούλι το φασούλι…”, τέτοια. Πιπεράτες. Ναι, ναι, σε άκουσα εσένα που είπες Δεν φτύνεις τα αποτέτοια σου με τις μαλακίες πρωί πρωί, αλλά με κάτι τέτοια ξεκάρφωτα το παλεύω του λόγου μου. Η αφεντιά σου βρες άλλους τρόπους πιο… χειρωνακτικούς.
Κι ύστερα θα πέσω με τα μούτρα στην καθαριότητα σπιτιού απαξαπάντων των χώρων, των αναχρείων, των μπιχλιμπιδακίων και του βαρέως επιπλαρισμού. Θα πρέπει να στρωθεί το σπίτι με τα προικώα, μπας και ζεσταθεί μια στάλα το κοκαλάκι μας.
Μαγειρικές, κηπουρικές, διαβάσματα, τηλεφωνήματα, αύριο με όρεξη και με κέφι τρελό αρπαγμένο από τα μαλλιά.
Στολισμός και ξεπόρτισμα; Μμμμμ, Δευτέρα πλερώνω ΕΝΦΙΑ, λογαριασμούς, καύσιμο κούρσας, σόμπας και άλλα πικρά.
Ε, σαν μπουχτίσω το μέσα πια και τα δυσοίωνα των ειδήσεων, μπορεί να επιχειρήσω μια βόλτα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Και για έναν καφεδάκο.
Η ανασκόπηση εβδομάδος καταλήγει στο ότι εκτός από τον καιρό του λαδώματος, διανύουμε και τον καιρό της καταθλίψεως.
Με τόσα εξοργιστικά που πιάνουν τα ραντάρ μου ως ελεύθερος ρεπόρτερ, λέω να δώσω μια, να τα βροντήξω, να δέσω στο κεφάλι μια μπαντάνα επαναστατική και να πάρω τα όρη τα άγρια βουνά. Γιατί; Οι άλλοι πώς επαναστατήσανε δηλαδή;
Ποιοί άλλοι; Ελάτε, μην πικραθούμε μέρες που είναι προχριστουγεννιατικές χωρίς δώρο και χωρίς μαντήλι να κλάψουμε. Καλά, εσείς που στολίσατε το σπίτι με χριστουγεννιάτικα μπιμπελά και κάτι δέντρα θηρία από τις αρχές Νοέμβρη, το κοιτάξατε; Ρωτήσατε γιατρό και σας το σύστησε ως ψυχοθεραπευτικό; Αν όχι, θα πρέπει μέσα στον Δεκέμβρη να ντυθείτε όπως επιβάλει το τριώδιο (συν μπαρμπούτες) και σαν μισάσει ο Φλεβάρης βάψτε και τα κόκκινα αυγά, έτσι να το χαρούμε μια στάλα.
Γι’ αυτό σας λέω, των μη στολισάντων πρωΐμως, ελάτε να δραπετεύσουμε ομαδικώς στα όρη, στα λαγκάδια. Εδώ δεν έχει ελπίδα.
Ο Αγιοβασίλης θα δει τον Τσακαλώτο στη γωνία και θα πισωπατήσει. Μην σας πω τι θα πάθει η αγιωσύνη του αν αντικρύσει ξαφνικά κάτι κυρίες της κυβερνώσης παρατάξεως ντυμένες για σουαρέ. Βουρ. Αν σας πέφτει βαρύ, μην δένετε μπαντάνα στο κεφάλι. Βάλτε ένα μαντηλάκι στο τσεπάκι του πέτου σαν τον κ. Κατρούγκαλο, επαναστατικό κάνει κι αυτό. Ετοιμάζω τον σάκο με τα χρειώδη, γράφω στον πλοηγό τον προορισμό και ξαφνικά μουδιάζω. Σκαρφαλώνοντας τις ραχούλες σαν κατσίκι κρι-κρι θα απομακρυνθώ από τη θάλασσα. Μήτε αγνάντεμα στο βαθύ γαλάζιο, μήτε κορμιά αλίκτυπα γύρω να κορυβαντιούν και να κοπανιούνται με τις ρακέτες, μήτε βάρκες με ονόματα γλυκά, να λικνίζονται λάγνα πάνω στα κύματα, τίποτα. Άντε μωρέ, δεν πάνε να… (καλά ας μην πάνε τρέχοντας κιόλας, με ρέγουλα).
Μπα. Εγκαταλείπω και οπισθοχωρώ. Εδώ θα μείνω τελικά. Παρέα.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.