Στο ποτήρι παγάκια, νερό και μια περιποιημένη κουταλιά υποβρύχιο! Το ραδιόφωνο παίζει το σουρεαλιστικόν “Φέρτε μου ένα μαντολίνο” με τη Ζωή Φυτούση, δειλινό Τετάρτης, προετοιμασίες διακοπών. Δίνω μια στο κουμπί και βάζω έναν δίσκο του Λουκιανού Κηλαϊδόνη, θυμάμαι το πάρτι στη Βουλιαγμένη, το στριμωξίδι, τις ατελείωτες μπύρες. Την παρέα εκείνου του καιρού δεν θέλω τόσο να την θυμάμαι, μόνο τα παπούτσι που έχασα και γύρισα πίσω ξυπόλητος, αλλά δεν με ένοιαζε γιατί περάσαμε τόσο καλά.
Ιούλιος! Τα τελευταία χρόνια τον περνώ σχεδόν ολόκληρο στην Αθήνα, καλούτσικα είναι. Παλιότερα είχε περισσότερες βραδινές εξόδους, συναυλίες, θερινά σινεμά και βόλτες στα μαγαζιά. Τώρα κανένα μπάνιο με καφέδες, κουβέντα, ένα ούζο πριν τον γυρισμό και πολύ μου πάει. Κι ύστερα λες δεν πάει στον διάολο, καλά είναι κι έτσι.
Το ποτιστικό ελέγχεται αν είναι εντάξει, μην μας κάμει καμμιά λαχτάρα, κάτι τελευταία ψώνια, αλλά να στήσουμε κι ένα αποχαιρετιστήριο σουαρέ μετά φίλων. Με τον γυρισμό όλα θα έχουν λάβει ουχί την μορφήν του κλέους που έλεγε η Βασιλειάδου, απλά όψη φθινοπώρου… Ό κύκλος που πάει να κλείσει…
Ψιλορεμβάζοντας πέρα από τις κορφές των λελουδικών μου, σε κάτι ταράτσες βλέπω ηλικιωμένους να τρώνε καρπούζι με σωβρακοφανέλα, κάτω στο πεζοδρόμιο παιδιά να προσπαθούν να παίξουν κι άλλους να βγάζουν τον σκύλο βόλτα για την ανάγκη του. Ε και τότε σκέφτηκα πως τελικά τα τραγούδια δίνουν απόλυτα το κλίμα κάθε εποχής. Και δεν εννοώ τις εποχές του έτους Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνα. Εννοώ τους Καιρούς γενικότερα. Αυτούς που μας περιβάλλουν, που μας στοιχειώνουν και μας καταδυναστεύουν. Πςςςς! Την είπα την μαλακία βραδιάτικα, ελάτε άλλοι γράφοντας κάτι τέτοια σε μυθιστορήματα κάνουν περιουσίες.
Επανερχόμεθα. Οι σημερινοί καιροί είναι σαν τα τραγούδια που λέει η Ευσταθία. Συμφωνείς με τα λεγόμενα, θες να τα προσυπογράψεις, αλλά τι να το κάμεις που δεν σου φτερακίζει με δαύτο η καρδούλα. Πολύ… πικραγγουριά. Είναι σαν γλυκό για διαβητικούς, σαν φαγητό διαιτητικό, σαν έξοδο που θα παραγγείλεις σόδα παγωμένη, σαν να φεύγεις σε διακοπές άφραγκος, σαν να σε αποχαιρέτισαν φεύγοντας οι στενοί σου φίλοι μετανάστες κι εσύ στην αποβάθρα να αναμετράς και να ζυγίζεις την αγάπη που πήρες, που έδωσες και κείνη που περίσσεψε.
Τέτοια είναι τούτη η εποχή. Στερημένη ποιήσεως, στερημένη γενικώς. Της λείπει εκείνο το τσαχπινογαργαλιάρικο αλλοτινών καιρών. Εκείνο το… σαν καψούρα χωρίς ανταπόκριση έστω, που περιγράφουν κάτι τραγούδια απλά και τόσο δυνατά μαζί. Γαμώτο.
Κι ύστερα μου λες εμένα να μπω μέσα να σιδερώσω πουκάμισα. Μάρμαρο τα θέλω… Λέω να βάλω άλλη μια κουταλιά υποβρύχιο. Παλιά η μάνα μου το κλείδωνε στη σερβάντα μαζί με κάτι βάζα γυάλινα που φύλαγε το γλυκό του κουταλιού, βύσσινο και σταφύλι φράουλα αυτήν την εποχή. Μπα. Θα ρίξω πάνω μου κάτι και θα βγω βόλτα, μπάφιασα.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.