Με υψηλόν βαρομετρικόν μέσα στο μεσοχείμωνο επέστρεψα από τας εξοχάς. Χειμεριναί διακοπαί τέλος. Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου έδειχνε 20 βαθμούς. Ελλαδάρα με τα ωραία σου. Γι’ αυτό σε ζηλεύουν. Ξεβρακώθηκα μέσα στο αυτοκίνητο κι ερχόμουν με κοντομάνικο.
Καθ’ οδόν άκουγα τα των επερχόμενων εκλογών, κάτι ξεμαλλιάσματα κομματικών οργανώσεων και υποψηφίων περιφερειαρχών, κάτι κοψοχολιαστικές δημοσκοπήσεις, άντε μωρέ κρίμα. Πικράθηκα με υψηλήν πίκραν (που λέει και ο Μάτεσις στη “Μητέρα του σκύλου”). Κατόπιν έβαλα μουσική στη διαπασών και γύρισα με τσιφτεντέλια στο μαγαζί. Είπαμε. Θα ψηφίσουμε εκδικητικά. Έτσι κι αλλιώς ελπίδα σωτηρίας δεν αχνοφέγγει από πουθενά. Θα εκδικηθούμε αναδρομικά. Για τα λεφτά που έβγαλαν στο εξωτερικό, για τις μίζες, για τις βίλες που βαφτίστηκαν ξενοδοχεία, για τις αργομισθίες, για τις βαλίτσες με τα μετρητά που πέταξαν, για τις φοροκλοπές, για τις ρυθμισούλες υπέρ τους, για τα πολεμικά σκάφη που γέρνουν, για τα χαράτσια, για τις αναδρομικές κρατήσεις, για τις απολύσεις, για τις περικοπές, για τα κότερα, για τα λουκέτα σε μαγαζιά κι επιχειρήσεις, για τα ταξίδια, για τις υποσχέσεις που έχαψα, για την κοροϊδία. Κυρίως για αυτήν.
Το μέλλον διαγράφεται σκοτεινό και το ουράνιο τόξο άφαντο. Δεν θα ιδώ χαΐρι και προκοπή, το ξέρω. Αλλά να μην πάω και ντιπ σαν μαλάκας πια. Ως πρόβατο επί σφαγήν. Σαν “του μπουφ’ τ’ π’λι”. Να ρίξω μια ντουφεκιά. Έτσι, για το γαμώτο.
Αυτό πάλι με την κυρία του συνωστισμού και το ένα εκατομμύριο ευρώ που φυγάδεψε στην αλλοδαπή, μου το εξηγεί κάποιος; Δεν μπορείτε, ε! Κρίμα. Μπορεί να μην είναι ποινικό το αδίκημα, θα κρίνουν οι αρχές. Πάντως το συμπέρασμα είναι ότι ο πατριωτισμός κι η Ρεπούση δεν συναντήθηκαν ποτέ. Οι άλλοι δυο βουλευτές κι οι κυρίες άλλων δυο; Σιγά, δεν περίμενα κάτι καλύτερο. Από στόμα κοράκου, μόνον κρα! Απλά η περίπτωσις της καθηγητρίας και βουλευτού της αριστεράς που φυγάδεψε ένα εκατομμύριο ευρώ και περιπλέον την εποχή που παρακαλούν τους απλούς μπαγαπόντηδες & κομπιναδόρους να επιστρέψουν τα δικά τους, έχαιρεν μεγαλυτέρας προσοχής προς άγραν συμπερασμάτων.
Και με αυτές τις …γλυκές σκέψεις, θα βράσω τα χόρτα που έφερα από την εξωτική Αγουλινίτσα, μαζεμένα από τα χεράκια μου. Ένα σακί. Τα καθάρισε μέχρι υπερβολής η μάνα μου και τώρα θα τα πλύνω και θα τα στριμώξω στην κατσαρόλα. Σε κατσαρόλες μάλλον. Τα βάζω σε μπωλ στην κατάψυξη, μισοβρασμένα. Μόλις έρχεται η ώρα τους, ξαναβράζουν ελαφρώς και είναι υπέροχα. Δεν αφήνεις μήτε σταγόνα από το ζουμί τους. Τζοχοί και ραδίκια του βουνού! Ό,τι καλύτερο σε χόρτο. Ε, όλο και κάτι θα βρεθεί να τα συνοδέψει.
Γιατί η φτώχεια θέλει καλοπέραση…
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.