Ήταν κάποτε ένας γύφτος που γυρνούσε στις γειτονιές σέρνοντας μια αρκούδα η οποία είχε τη συνήθεια να κάνει συνεχώς κωλοτουμπες μπας και σωθεί. Έκανε τόσες κωλοτουμπες που ξαφνικά βρέθηκε στη θέση του αρκουδιάρη γύφτου. Διπλά της έσερνε ένα δημοσιογράφο, ένα τρελό πωλητή βιβλίων, έναν απόγονο του απέθαντου, μια κόρη ενός ιδεαλιστή, έναν αδιάβαστο βλάχο, έναν δήθεν γκόμενο, ένα ζαβό παντειακό. Φύτεψαν μια ελιά την οποία πότιζε ένα ποτάμι, η ελιά όμως αντί να μεγαλώνει άρχισε σιγά-σιγά να ξεραίνεται και το ποτάμι αποδείχθηκε ρυάκι και άρχισε να στερεύει. Ο θίασος της αρκούδας άρχισε να εκβιάζει λέγοντας στη γειτονιά που ζούσε ο γύφτος ότι αν δε σώσουν την ελιά και την αφήσουν να ξεραθεί τότε η γειτονιά που ζούσε ο γύφτος θα καταστραφόταν και θα έμοιαζε με μια γειτονιά – μιας χώρας μακρινής – της Αργεντινής. Όλοι αυτοί και άλλοι πολλοί μαζί με την αρκούδα που έκανε κωλοτούμπες θα έσωναν τη γειτονιά που έκανε βόλτες ο γύφτος.
Η γειτονιά δε μάσησε.