Ελάτε που θα λέμε τώρα για τον κ. Λιάπη, ούτε να γελάσω δεν καταδέχομαι.
Όταν τα ασήμαντα, τα σχεδόν τίποτα σκαρφαλώνουν στα ύπατα της πολιτείας, ψηλώνει ο νους και πιστεύουν πως τίποτα δεν τους αγγίζει. Ελάτε, ελάτε, αφήστε τον να χαρεί την εκδρομή του στην Κουάλα-Λουμπούρ, ναι εκεί ταξίδεψε αμέσως μετά το συμβάν προς αναψυχή και εκτόνωση.
Θέλω να δω αν θα έχει μούτρα μελλοντικά να βγει και να ξεστομίσει άποψη για τα πολιτικά. Αλλά θα μου πείτε, εδώ βγαίνει το Πασόκ και αποφαίνεται για τα πάντα, ενώ θα όφειλε να αυτοκτονήσει με βόθρο. Άει μου στο διάβολο Σαββατιάτικα, τι πήγα και θυμήθηκα.
Αλλά πείτε μου κάτι. Ο Μισέλ, ο κ. Λιάπης ντε, δεν σας θυμίζει εκείνον τον τύπο του ντιντή στην ταινία με την Πάστα Φλώρα που διεκδικεί την Καρέζη από τον Αλεξανδράκη; Μα φτυστός!
Βόλτα από τα μαγαζιά δεν παίζει, δεν υπάρχει μία για ψώνια. Είπαμε, ψυχαγωγία εκ των ενόντων. Μια άδεια που ζήτησα να πάω στο χωριό στη μάνα μου που γερνάει μόνη της, δεν …ενεκρίθη. Οπότε (λόγω εκνευρισμού διαρκείας) όσα ακούω, διαβάζω, βλέπω περί διάθεσης γιορταστικής, αφορούν άλλους. Να περάσουν καλά, να φάνε να πιούν και την Άρτα να φοβερίσουν.
Θα λέω καμμιά μαλακία εδώ, σαν να πρόκειται για μέρες σκέτες που απλώς δεν δουλέυω. Βλέπεις στο ενδιάμεσο των αργιών παρεισφρύουν μέρες εργάσιμες. Αυτά τα εορταστικά.
Ακούγοντας στο ραδιόφωνο διάφορα γιορταστικά, διαπιστώνω πόσο μου λείπει από παρέα ο Γιάννης Καλαμίτσης και οι εκπομπές του, συνήθεια χρόνων.
Θα εκτοξεύσω εναντίον σας από εδώ μικρά κειμενάκια (της αφεντιάς μου)Χριστουγεννιατικά, αυτά που μου έκανε την τιμή να διαβάζει τέτοιες μέρες από το μικρόφωνο. Είναι η αφήγηση ενός εφήβου που γινόταν αντράκι. Τα διάβαζε τόσο ζωντανά και πειστικά, αυτό που ακριβώς ήθελα, όπως ακριβώς τα είχα στο μυαλό μου όταν τα διέπραττα.
Ε, τον ξεχνάς τέτοιον άνθρωπο;
Να σας πω κάτι ακόμη που μου ήρθε με τον δεύτερο καφέ.
Μια χρονιά στη σχολική γιορτή είχα να απαγγείλω ποίημα εορταστικοθρησκευτικόν, δεν θυμάμαι τώρα τον ποιητή. Έλεγε: “Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια και προσκυνούν γονατιστά τη φάτνη σου τα άδολα βόδια…” Πώς μου έκατσε, δεν ξέρω, κι έλεγα “Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιατική…” Έφαγα κάτι σκαμπίλια ξεγυρισμένα, από τη μάνα μου, από την δασκάλα, τίποτα. Κάποια στιγμή το διόρθωσα στην πρόβα, αλλά στη γιορτή παρασύρθηκα από τα άστρα τα φωτεινά, από τα λαμπάκια και τα μπιμπελά, το ξαναείπα λάθος. Από τότε εκεί τονίζω πάντα την ανάλογη διατύπωση.
Θα τα εκσφενδονίσω λοιπόν τα προαναφερθέντα κειμενάκια, σε μικρές δόσεις ελαφρές κάθε βράδυ, σαν φάρμακο. Μην σας παραφορτώσω κιόλας και μου βαρυγκομήσετε.
Φτάνει που κατασπαράζετε καθημερινώς μια ντουζίνα μελομακάρονα. Σωστά;
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.