Ε, θα μπει η Άνοιξη, πού θα πάει. Έαρ το γλυκύ! Άλλες χρονιές ξαμολυόμουν στα φυτώρια κι έπαιρνα λελουδικά και δυναμωτικά με τη σέσουλα, φέτος με ρέγουλα. Δυναμωτικά για τα λέλουδα, μην έχουμε παρανοήσεις. Να μεταφυτέψω τις γαρδένιες, μου είπαν, σε άλλη γλάστρα, άλλο χώμα. Να δω τι άλλο θα με βάλουν να κάμω για χάρη τους, οι αχάριστες. Ούτε να είχα ρημαδονυμφευτεί χοντρή και τζαναμπέτισσα, φαντάσου τον συνδυασμό! Μόνο η μάνα μου θα το χαιρόταν. Αλλά μην χαρώ μια στάλα την άνοδο θερμοκρασίας που έρχεται, τσουπ οι πολιτικές εκπομπές. Αφήστε τα. Αφού σου λέει ετοιμάζουν εκλογή αρχηγού (ποιός χέστηκε!) και συρομαδιούνται σαν να στολίζουν δίσκο με κόλλυβα, ποιός να τους τό ‘λεγε τότε που διαγούμιζαν πέφτοντας με τα μούτρα στον μπεζαχτά κι ανέμιζαν κείθε τα ζιβάγκο κοτσάροντας τα σινιέ! Οι αποκεί παίζουν τάχα τους θαρρετούς αλλά τρέμει το φυλλοκάρδι τους, πώς να μπαλώσουν τα αμπάλωτα, να κάνουν την κωλοτούμπα ολυμπιακό άθλημα και να μαζέψουν τα δικά τους αρπακτικά που γυαλίζουν τα νύχια. Ε, η πάρα κείθε παρέα πάλι τι να σας πω… δεν έχω καταλάβει τι θέλουν να γενεί, κάνω μια έτσι και τους προσπερνώ γιατί βαριέμαι τα σταυρόλεξα και τα σομπούκο. Πιάνω τα βελάκια μου και παίζω σκοποβολή. Απορώ πώς θα ξεμπλέξω. Απ την Κική κι απ την Κοκό ποια να διαλέξω. Την Κική πια δεν την αγαπώ και δεν αγάπησα ποτέ μου την Κοκό.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.