Διακοπές εν Αγουλινίτση
Ένα πανεράκι σύκα κι άλλο ένα με αυγά βρήκα στη σκάλα, επιστρέφοντας από το βραδινό λουτρό (μετά ορχήστρας περικαλώ απόψε στην παραλία Αγουλινίτσης και νεανικού συγκροτήματος, “Πασπαρτού” λέγονται, ωραιότατοι). Ε, αυτά έχουμε εμείς τα βλαχαδερά που τρέχουμε στα χωριά μας τον Δεκαπενταύγουστο. Εσείς τα κοσμοπολίτικα βολοδείρτε όπου αλλού, επίσης ταράξτε μας στις σέλφι και τα τσεκ ιν.
Στο ακρογιάλι που πλένεσαι, περιστεράκι γένεσαι!
Ελάτε, κοσμικά μου, πλατσουρήστε μετά μανίας, αλλά μην ξεμακραίνετε από την ακτή, ο ναυαγοσώστης είναι απασχολημένος να μαζεύει τηλέφωνα. Κελαηδήστε «Είναι το στρώμα μου μονό», βάλτε μεγάλα γυαλιά ηλίου να μην σας αναγνωρίζει το κοινό, κρύψτε εκείνα της πρεσβυωπίας, τραβήξτε δυο τζούρες καφέ και ξεδιπλώστε το κορμί πλάι στο κύμα. Πιέστε καφέδες & νερά, πολλά νερά. Επίσης αφεθείτε στις προσεγγίσεις, τραγουδώντας «κάθε πρωί που κίναγα να πάω στη δουλειά τρέχανε σαν πουλιά τα ψαροκάικα, κάθε πρωί σκαρώναμε μαζί με τον Μηνά τραγούδια μακρινά ως την Τζαμάικα». Προκειμένου περί προσεγγίσεων & το “Σήκω Διαμάντω να πας για ξύλα” να σας έρθει πρόχειρο, μπουμπουνήστε το. Το τραγούδι βοηθάει σε κάτι τέτοια, κάνει το πλευροκόπημα του στόχου πιο… αποτελεσματικό να το πω… Ναι, θα το πω. Εκ πείρας. Χαλαρώνεις, εκτονώνεις την ένταση & επιπλέον δείχνεις χαρακτήρα αλέγρο. Αρκεί να εκτιμηθεί.
Και… τα είπαμε: Νο σκουπίδια, Νο καπότες, Νο σκουσμάρια σε θάλασσα και ακτές! Σε τούτο το Νο σκουσμάρια θα επιμείνω. Τέτοιες μέρες που κατεβαίνουμε στα χωριά εμείς τα ξενητεμένα και βολοδέρνουμε στις παραλίες, εσείς οι ντόπιες κοπέλες μόλις βλέπετε ανάμεσά σας κανέναν μουρτζούφλη σαν του λόγου μου, μην ξαμολάτε ερωτήσεις του τύπου «Μωρή, φύγανε τα κουνιάδια σου;», με την αποδέκτη τρεις ομπρέλες παραπέρα να σκανάρει πέριξ μπας και ξεφύγει κανένας καινουργιοφερμένος. Ρωτήστε για τα κουνιάδια της με νοήματα. Παίξτε το κάπως. Ούτε όταν έχω τα ακουστικά στα αυτιά να ρωτάτε «Μωρή ποιους είναι τούτος που δεν καλημέρισε;» Ή μάλλον όχι, ρωτήστε ελεύθερα. Τον ίδιο. Επίσης κουκουλώστε εκείνα τα παρτσακλά βιβλία που πήρατε επί τούτου για την ξαπλώστρα, ζητώντας στο βιβλιοπωλείο κάτι για παραλία, σας εκθέτουν και απομακρύνουν τον στόχο. Εκτός κι αν ψάχνουμε κάτι σε κλούβιο εντελώς. Οπότε είμεθα στον σωστό δρόμο.
Δεν έχω χέρι ελεύθερο, ούτε είμαι τόσο κοντά να σας προσέχω και να σας χτυπάω κατακέφαλα με το βατραχοπέδιλο, έχω κι ελόγου μου ξαμολυθεί πλανεμένος από ακρογιαλιές δειλινά. Να ξομολογηθώ μια στιγμή; Άντε, την παίρνει το ποτάμι. Χθες το βραδάκι σκαρφάλωσα ένα μονοπάτι δύσβατο και παρατημένο μέχρι που βρέθηκα σε ένα μικρό Μοναστήρι για τον Παρακλητικό Κανόνα. Στάθηκα στο δεξιό αναλόγιο, στο αριστερό δυο καλογριές. Χωρίς παπά, με 7-8 σιωπηλούς προσκυνητές, χωρίς μικρόφωνα, στο μανουάλι μια δεκαπενταριά κεριά μισολιωμένα. Αν αναζητούσα σε λεξικά τα λήμματα Γαλήνη και Ευφροσύνη, τούτη την εικόνα θα μου έδινε.
Μόλις ο ήλιος βουτούσε κόκκινος στη Ιόνιο πέλαγος πέρα μακριά, εμείς ψηλά στο διάσελο στην κρεβατίνα του αρχονταρικιού τρώγαμε λουκούμια μαστίχας πίνοντας κρύο νερό με τσίγκινο τάσι. Ανασαίναμε το άρωμα του μπουγαρινιού και λέγαμε για το μελιτζανάκι τουρσί και τις καταβολάδες των λελουδιών…
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.