Δεν τον αγάπησα τον Σεπτέμβρη
Τον Σεπτέμβρη δεν τον αγάπησα ποτέ, όσο κι αν τον γλυκοτραγουδούσε κάποτε ο Τόνι Πινέλι από κάτι δίσκους βινυλίου φθαρμένους λόγω χρήσης υπερβολικής. Τι; Την πάτησα; Μαρτύρησα ηλικία; Ε, σιγά το μυστικό. Ναι, ακούγαμε κάτι τέτοια σαχλά κι εμείς στην πρώτη νεότητα.
Δεν τον αγάπησα τον Σεπτέμβρη. Για πολλούς λόγους και ευκόλως εννοουμένους. Σχολεία, πρωτοβρόχια, αργότερα τελείωναν οι άδειες, φουλ δουλειά, μελαγχολία, κλαψομουνίαση για τα οικονομικά, για τα προσωπικά, ληγμένοι λογαριασμοί στο ψυγείο κολλημένοι, γκρίνια γενικώς. Ένα καλό όμως το έχει. Τρώμε ελεύθερα. Σαβουριάζουμε τον άμπακα. Δεν σκιαζόμαστε τα μάτια τα εξεταστικά στην παραλία.
Σήμερα έχει μια συννεφιά, ένα μουρτζούφλιασμα του καιρού, αλλά κάνω πως δεν το βλέπω. Οπότε… θα εκδράμω. Ό,τι σκατά καιρό και να έχει, ο καφές στην παραλία είναι μαγεία, τώρα μάλιστα που μείναμε εμείς και μεις, οι ερασταί της θαλάσσης. Άσε που το κύμα σβήνει απαλά στα κρινοδάχτυλά σου. Θα ετοιμάσω τσάντα θαλάσσης, αντιηλιακά δεν χρειάζονται και θα δραπετεύσω. Σιγά μην μείνω σπίτι, να ακούω ειδήσεις και να συγχύζομαι. Τα ξέρω.
Στοίβες τα ξύλα στα μεσόγεια, προμήθειες! Στις λαϊκές φασόλια χύμα, ρύζι, φάβα & φακές. Από το χωριό κατεύθασαν τραχανάς & χυλοπίτες. Ααααα, ο καλός ο νοικοκύρης αγοράζει πρώτα βρακί και μετά σκούφο, μόνο το κράτος τα έκανε ανάποδα.
Πρωϊνό Σαββάτου, καιρός κατάλληλος για θάλασσα, το ΚΤΕΟ μου κάνει κουπεπέ και μου χαμογελά όλο υπονοούμενα. Ε, φαντάζομαι θα κρατήσει ο καιρός, να την αποχαιρετίσω με μελαγχολικές εκδηλώσεις όπως της πρέπει, τη λατρεμένη μου.
Στη Θεσσαλονίκη, σου λέει, ετοιμάζουν θριαμβευτική υποδοχή (με ανοιχτές τις παλάμες), ανάλογη του ηθικού πλεονεκτήματος της αριστεράς της τω πρώτω διδάξασας. Αλλά όσο να το κάμεις, φτώχια στις εκδηλώσεις. Ε, ρε που ‘ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια, τότε που εκστράτευαν οι σοσιαλιστές υπουργοί του Πασόκ στη συμπρωτεύουσα με κάτι κουστωδίες αχόρταγες, ανακοίνωναν, εξήγγειλαν, σχεδίαζαν, τις νύχτες τα σπάγανε στα μπουζούκια με τη Μαριώ, οι κυρίες τους & οι γραμματείς τους ξεσήκωναν την οδό Τσιμισκή ολόκληρη κι ύστερα υπουργοί & στελέχη ξανασυσκέπτονταν, πηδούσαν αλλοδαπές καλλονές στις σουίτες, ξαναγλεντούσαν στον Τερζή, ξαναανακοίνωναν την Εγνατία, το μετρό, την υποθαλάσσια, έδιναν συνεντεύξεις και κατόπιν κατάκοποι επέστρεφαν στην Αθήνα να κλείσουν δουλειές. Δικές τους.
Ναι, ναι, συμφωνώ, δεν ήταν μόνο οι σοσιαληστές, τα ίδια έκαναν και οι άλλοι στα μικρότερα διαστήματα που κυβέρνησαν. Αλλά επειδή ήσαν λιγότερο τετραπέρατοι από τους πασόκους και πιο ντενεκέδες ξεγάνωτοι, τα έκαναν πιο ντροπαλά, χωρίς το ταμπεραμέντο των πρώτων διαδαξάντων, δεν πρόλαβαν να ξανοιχτούν και να αναδείξουν το ταλέντο τους σε αυτόν τον τομέα. Ε, τους έλειπε ο αέρας της γεννιάς του Πολυτεχνείου που ανέλαβε να κυβερνήσει, να ξεπουλήσει και να εξευτελίσει. Μια χώρα και έναν λαό. Τώρα κρύβονται σε χώρους διάφορους, σε άλλα κόμματα, σε Δήμους & Περιφέρειες, σε φορείς συνδικαλιστικούς, κριτικάρουν τον Κυριάκο, τους άλλους που ψάχνουν αρχηγό εκείνης της αόρατης παράταξης και περιμένουν την ευκαιρία. Κάποιοι ιδιωτεύουν και χαίρονται τα πλούτη τους. Στην υγειά μας. Άνοιξαν όμως τον δρόμο στους σκιτζήδες, τους μπαχαλάκηδες που μάθανε πως… απαυτό και πλάκωσαν λιμασμένοι να αρπάξουν το γκουβέρνο και να το κάνουν σαν τα μούτρα τους.
Γι’ αυτό σας λέω. Θα τσαλαβουτήξω στα ρηχά και θα ρομαντζάρω, χώρια που έχω κι έναν τίτλο να αναζητήσω. Χαιρετίζω έτσι προσκοπικά και αναχωρώ.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.