“Είμαστε σαν δυο καράβια που ξεκίνησαν (τις κουαζιέρες) και στο πρώτο τους ταξίδι, τα νερά τα τύλιξαν…”
Είπα να το πάω ποιητικά, αλλά με τέτοια ζέστη και μετά από ένα πιάτο φασολάκια χάντρες με ζυμωτό ψωμί και φέτα, το γυρνάω στο ρεαλιστικό. Τελικά λέω να κοιμηθώ στο μπαλκόνι απόψε. Ψηλά είμαι, ξάγναντο, απέναντι ψυχή ζώσα κι η Βουλγάρα που με παραφύλαγε άφαντη ένα χρόνο τώρα, αφήστε τα. Θα φουσκώσω το στρώμα και θα τεντωθώ ανάμεσα στα ποτισμένα λελουδικά. Α, με την ευκαιρία να σας πω ότι οι τριανταφυλλιές μου το γυρνάνε λιγάκι προς το μαράζωμα, οι σκασμένες μου, και λέω να καλέσω γιατρό, θα δούμε.
“Τι να φταίει, τι να φταίει που δεν πήγαμε μπροστά; δεν μετρήσαμε το κύμα και τον άνεμο σωστά…”
Θα έχω δίπλα κι ένα θερμός παγωμένο νερό, αν πάρει να φουσκώνει το φασόλι αφήστε τα… Το παράκανα ρεαλιστικό; Ελάτε, μην μου σκάτε, το γυρνάω επί τόπου στο γλυκοπικραμένο.
“Μπορείς να κάνεις ότι θες, μπορείς και να μην μ’ αγαπάς και να χαρίζεις όπου θέλεις τα φιλιά σου. Πήρα απ’ το χέρι σου νερό, να το ξεχάσω δεν μπορώ, ακόμα κι αν θα στερηθώ την αγκαλιά σου…”
Πέρασα το απόγευμα μια βόλτα από τα μαγαζιά, έτσι για συμπαράσταση στους μαγαζάτορες, μην φανταστείτε πως βγήκα για τα τρελά ψώνια, άκουσα προ καιρού βγήκαμε στις αγορές, προσφάτως ξαναβγήκαμε, έτρεξα κι εγώ να προϋπαντήσω την ανάκαμψη. Νέκρα παντού. Ένα κίτρινο μαγιώ αναζητώ, το άφησα για να ‘χω λόγο να ξαναβγώ, μπας και την συναντήσω. Ε, δεν μπορεί να με γελάσανε οι ειδικοί. Μεταξύ μας, τι σκατά σπουδές κάνανε στα οικονομικά και στοιβάζουν το ένα λάθος πίσω από το άλλο, δεν μπόρεσα να καταλάβω.
“Πήρα απ’ το χέρι σου νερό, τώρα θα πάρω τον καημό και θα γυρίσω στα παλιά μου τα λημέρια. Εκεί που σβήνει η ζωή εκεί που λιώνει η χαρά, εκεί που χάνονται ο ήλιος και τ’ αστέρια…”
Ναι, θα εκδράμω το πρωί, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Ανάγκη ιωδίου διέγνωσε ο γιατρός. Έτοιμη κι η μουσική συλλογή που θα συντροφέψει το ταξίδι. Τα κορίτσια του ’60 τραγουδούν κι άμα λάχει ρίχνουν και μια στροφή κάνοντας τσαλίμια με το ντέφι, έτσι την είπα. Στην διαπασών. Πότε πότε μερακλώνομαι παρασυρμένος έτσι από ένα πνεύμα καθαρά δημιουργικό και με το ελεύθερο χέρι διευθύνω την ορχήστρα, αλλά κρυφοκοιτάζουν ανθυπομειδιάζοντες κάτι περίεργοι από τις γύρω κούρσες και το περιορίζω.
“Μόνο για μένανε καράβι δεν έχει πια να ταξιδέψω. Και τα λιμάνια και οι κάβοι και οι καρδιές μ’ αφήσαν έξω…”
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.