Παιδί, τραγουδώντας την Τζαμάϊκα, κάτι δεν έπιανα σωστά στον στίχο. Έτσι κελαηδούσα αμέριμνα “Χρόνια στο μεροκάματο, κοψίδι και τυρί…”, ονειρευόμενος διάφορα με μισόκλειστα μάτια. Τόνιζα μάλιστα κάπως πονηρούτσικα το “κι έγινα μια βραδιά καραβοκύρης σου”.
Τότε ήξερα πως όταν δουλεύεις, έχεις λεφτά και ζεις καλά, άνετα. Έτσι μου έλεγαν. Έβλεπα οικογένειες που την περνούσαν καλούτσικα με έναν μισθό. Ζούσαν αξιοπρεπώς!
Πού να φανταζόμουν, παιδί πράμα, πως θα έρχονταν μέρες που το “κοπίδι και σφυρί” (όταν υπάρχει), θα έφερνε στο σπίτι τα απαραίτητα για την επιβίωση μονάχα κι αυτά με το μέτρο.
Μα καλά, τόσοι οικονομολόγοι και ειδικοί που χρόνια σπούδαζαν τα οικονομικά στα μεγάλα Πανεπιστήμια του κόσμου, που έκαναν μελέτες, έρευνες, διατριβές & συντριβές, ΓΙΑΤΙ δεν είδαν το πατατράκ που ερχόταν με ακρίβεια μαθηματική; Δεν λέω να προβλέψουν και να προλάβουν την παγκόσμια κρίση. Για τα ντόπια πράγματα να γνοιάζονταν. Να παραιτούνταν έστω. Δεν έβλεπαν πως παραγωγή δεν υπάρχει, παρά μονάχα κατανάλωση; Το έβλεπαν. Κι άφηναν το κράτος να σπαταλά, να χαιδεύει και να καλλωπίζεται.
Πέρασε ο καιρός που τους κράζαμε και τους πετροβολούσαμε στις ταβέρνες που τρωγοπίναν (ίσως να πετυχαίναμε λάθος στόχους), απόμεινε σκέτη η απογοήτευση και η αηδία.
Να δω πώς σκατά θα ψηφίσουμε μεθαύριο μόλις έρθει η ώρα.
Ας πούμε κάτι ανέμελο τώρα και πιο “γιορταστικό”, άλλοι στολίζουν αμέριμνοι. Θα μου πεις και τι να κάνουν… Παραμυθιάζονται. Είναι κι αυτό μια μορφή θεραπείας.
Όχι δεν στολίζω δέντρο Χριστουγεννιάτικο. Εξ ιδιοσυγκρασίας. Κρεμάω εκεί μια μπάλα χρυσαφιά στο φωτιστικό, έτσι για το ξεπίκρισμα.
Αλλά να σας πω την άποψή μου; Σπαστικιά για εσάς τα παιδιά του στολιδιού, αλλά την ξεφουρνίζω. Νομίζω αυτά με τα Χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια είναι για οικογένειες. Για παιδιά, για κυρίες. Ένας άντρας να στολίζει το σπιτικό του με λιλιά λόγω γιορτών, μου κάνει κάπως υπερβολή και κάπως παράταιρο. Αυτό το πολύ μετριοπαθές λέω, μην σας εξαγριώσω κιόλας. Η αλήθεια είναι πως και παιδί δεν με ενδιέφεραν ποτέ αυτά. Απλώς τα παρατηρούσα. Αργότερα έγραψα άρθρα μακροσκελή περί εθίμων χριστουγεννιάτικων (υπάρχουν στα Αρχεία της ομάδας μου, αλλά δεν τα κοιτάτε, γι αυτό γίνομαι τώρα σπαστικός), διέπραξα και κάτι και διηγήματα ηθογραφικά, αλλά το μπούχτισα.
Βρίστε με τώρα όσο θέλετε, ελεύθερα. Κάντε το όπως με ένα στυλ, όχι σαχλά πράγματα. Να το απολαύσω με τον δεύτερο καφέ.
Χοιρινό τηγανιτό με κρασί και με θρούμπι έχει το μενού. Και πατάτες φυσικά, συνοδευτικό. Τέλειο.
Και μην μου την πέσει κανείς για το “πολυτελές” του πράγματος. Ένα φαγητό μας απόμεινε, μόνη πολυτέλεια. Ε και πότε-πότε το γλέντι του φτωχού, μην λέμε σόκιν πρωινιάτικα.
Ναι, θέλω να τραγουδήσω “κοίτα πως τρέχει η μηχανή κι αστράφτει το τιμόνι, στην αγκαλιά μου σε κρατώ κι η αγάπη σου με λιώνει…” (ε, να μην το κελαηδίσω μόνος, κάπου να το απευθύνω ο άμοιρος) κι ύστερα να ξαμολυθώ σε έναν δρόμο παραλιακό με τέρμα τη μουσική (πάλι όχι μόνος), να πάρω δύναμη για μια εβδομάδα μίζερη και άχαρη στην δουλειά. Αλλά αντ’ αυτού θα μείνω μέσα σαν τη λεχώνα (μπορεί με παρέα, αλλά μέσα θα μείνω, δεν αλλάζουν πολλά) να φτιάξω φαγητό, να αγναντέψω έναν ορίζοντα μουτζουρωμένον, να ψιλονοικοκυρέψω το σπιτικό και να μεταφυτεύσω ένα φυτό με όνομα περίεργο. Σολάριουμ το είπε ο του φυτωρίου, πρόσθεσα κι ένα π μεγαλοπρεπές στην αρχή να το κάνω πιο σκαμπρώζικο. Ε, είπαμε. Διασκέδαση εκ των ενόντων.
Το ραδιόφωνο παίζει το “Με αγαπάς-σε αγαπώ στο μαύρο κύμα πάνω. Με το νοτιά σε αναζητώ, με το βορριά σε χάνω…” Είναι κι αυτό μια παρηγοριά και μαζί αγωνία, Κυριακάτικη. Καλημέρα.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.