Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα και θα ζούμε έναν μήνα χωρισμένοι, αφήστε με να στοιβάξω το μισό σπίτι στα μπαούλα που θα κουβαλήσω στις εσχατιές της γαλανής πατρίδας της πολυαγαπημένης. Και πολυβασανισμένης. Τα μισά αξεσουάρ θα έρθουν πίσω άθιχτα, το ξέρω, μα δεν γίνεται. Αν όμως χρειαστούν; Οπότε θα πάρουν απλώς τον αέρα τους, δεν βαριέστε… Μου αρέσει που κάθε φορά ορκίζομαι ότι την επόμενη θα ρίξω δυο βρακιά, δυο μπλούζες κι ένα πουκάμισο σε μια τσάντα και θα δραπετεύσω ανάλαφρος. Θέση κενή δεν υπάρχει στο σκάφος, σας πρόλαβαν. Ναι, φέτος δεν θα αποκαλύψω τις ράχες και τους αιγιαλούς που θα περιπλανηθώ (πλην των αυτονοήτων), έτσι με την ελπίδα να μου βγει σε καλό. Το ξέρω πώς δεν είστε περίεργα, αλλοίμονον. Άλλωστε οι διακοπές μου δεν θα περιλαμβάνουν ξενύχτια μέχρι πρωίας, μήτε εξόδους σε στέκια στολισμένα από κάτι παρδαλούς διακοσμητές πολυταξιδεμένους. Άρα ποιός χέστηκε! Θα τα βρείτε σε άλλα προφίλ αυτά τα κοσμικά. Οι δικές μου διακοπές θα έχουν καφέδες, πρωινά διαβάσματα αλλά και χαζοκουβέντες δίπλα στο κύμα, καθώς κι απογευματινούς περιπάτους, πάλι δίπλα στο κύμα. Έτσι να ακούω τον ψίθυρο της θάλασσας. Και να ανυπομονώ για κείνο το κάτι που είναι να ξαγναντίσει πάνω σε βάρκα με λευκό πανί από απέναντι κι όλο καθυστερεί. Θα έχουν κουβέντες χαλαρές, ατελείωτες. Παιδικά παραμύθια καλοκαιρινά, με νεράιδες ξανθιές και στοιχειά της θάλασσας, βόλτες δίπλα σε κήπους με αγιόκλημα που θα τρεμοπαίζουν οι κωλοφωτιές, δείπνα οινοπνευματώδη και πλάκες εφηβικές, ύπνο με ορθάνοιχτα πορτοπαράθυρα και το φεγγάρι να αντιφεγγίζει στα λευκά μαξιλάρια. Δεν θα σας πω για πολυσυζητημένα σχεδιαζόμενα καλοκαιρινά συναπαντήματα παρά θιν αλός, που λαχταρώ, μην το γκαντεμιάζουμε κιόλας, μήτε για νυχτερινά γραψίματα σε κάτι μπλοκ που το πρωί θα κρύβονται βαθειά στην τσάντα, άνθώπου μάτι να μην τα πιάσει. Και όχι, όχι. Ούτε ίντερνετ θα παίξει. Από τεχνολογία, τα στοιχειώδη. Ένα τηλέφωνο, έτσι για το ξεπίκρισμα την ώρα του πρωινού καφέ. Για φωτογραφίες δεν ξέρω, ότι βγάλω στη ζούλα και τάχα στο αδιάφορο. Ντρεπολογιέμαι τώρα να χαζοποζάρω πλάι στα αξιοθέατα σαν βλάχος στην πλατεία Συντάγματος και γύρω κόσμος να κοιτάζει ψιλοειρωνικά (κρίνω από τον εαυτό μου που, μην δω χοντρούλα ή κανέναν αντούβιανο με πλαστική σαγιονάρα και σωβράκα να γλυκοποζάρει στο φακό, θα την πω την πικρή κουβέντα).
Γι αυτό δεν τολμάω, έχω και κάτι ντουβάρια για παρέα που τόσα σεμινάρια κι ακόμα δεν μάθανε να πατάνε το κουμπί της μηχανής, τα νεύρα μου. Ευτυχώς δεν μπαίνουν εδώ να δουν τι σας λέω, γιατί κάηκα… Φαγητό; Ε, ναι, αλλοίμονο. Και μπύρες παγωμένες. Το βράδυ οι μπύρες, γιατί το μεσημέρι απαιτείται ούζο με τις απαραίτητες ποικιλιότητες. Και χάζεμα. Χάζεμα μέχρι αποβλάκωσης. Τα λέω απόψε γιατί αύριο δεν θα ευκαιρώ. Να συμμαζέψω, να φάω ότι απόμεινε στο ψυγείο, να καθαρίσω στοιχειωδώς, μη τα βρω χάλια στον γυρισμό, είμαστε και νοικοκυρόπαιδα…
Αν με χάσετε από εδώ, μην λαχταρήσετε. Για καλό θα είναι.
Παρασκευή πριν το χάραμα, Όρτσα τα πανιά και βίρα τις άγκυρες!
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.