Ναι, άρτι αφιχθείς εκ …Πελοποννήσεως, σας ασπάζομαι σεμνά! Μην πεταχτεί κανείς να πει ασπάσου μας πατρικά και να ρίξει σπόντες για ηλικίες & άλλα τέτοια χαζά, γιατί θα την κλείσω εδώ την κουβέντα.
Όλα καλά. Ο Καιρός μου έκλεινε πονηρά το μάτι, πότε λιακάδα & πότε μουντζούρα βιαστική, σε μια βόλτα μας πιτσίλισαν κάτι σταγόνες χοντρές, πλην λιγοστές. Το τζάκι μου με παρηγόρησε επαρκώς τα βράδια, την μαμά την αναστηλώσαμε, στα μαγαζιά βασίλευε …ψόφος, μέχρι και συνέδριο πασόκ παρακολούθησα (μιας χοντρής στο χωριό έσπασε ο κορσές από τα χάχανα), ο υποφαινόμενος κύριος, τέτοια αντοχή το θηρίο. Ήταν οι πρόσφατες ιατρικές εξετάσεις που το επέβαλαν. Ψυχραγωγία είπε ο γιατρός. Α, για το σόι έφτιαξα ένα βράδυ μια πρασσόπιτα, πρώτη φορά και πολύ επιτυχημένη. Και χθες πήρα την άγουσα προς το άλλοτε ιοστεφές άστυ.
Σήμερα ηργάσθην κανονικώς, σε χώρο καινούργιο, ε είχαμε αλλαγές. Οι αλλαγές πάντα είναι για καλό. Κι αυτό το είπε ο γιατρός.
Στην Ιταλία πάλι γίνεται της πουτάνας, στην Βενεζουέλα πενθούν τον ηγέτη τους, στα ιδρύματα επιφανών πολιτικών διαγκωνίζονται οι επίδοξοι κυβερνήτες, του λόγου μου θα βράσω χόρτα Αγουλινίτσης. Και αισθάνομαι ο καλύτερος όλων. Τζοχοί ανάμεικτοι με λίγα ραδίκια του βουνού, από το λιοστάσι μου (που δεν πήγα να δω). Δυο τσάντες τεράστιες, τα έφερα καθαρισμένα, υπέροχα. Άλλοτε τα έφερνα και πλυμμένα, κατ’ ευθείαν για την κατσαρόλα, πλην τώρα σιγά σιγά τα ξεχνάμε αυτά. Έπεσα με τα μούτρα στο πλύσιμο χορταρικών, 10 χέρια τα άτιμα, με ξεθέωσαν. Μια κατσαρόλα τεράστια, εκείνη που βάζω στη φωτιά για το λεμονάτο που κάνω στις λαϊκές συνάξεις.
Αλλά το απόγευμα, α δεν σας λέω γιατί μου τα ματιάζετε. Αλλά δεν μασάμε (άλλος το είπε, εγώ απλώς επανέλαβα) & τα ανανεώνουμε. Τα λελουδικά ντε. Άντε, θα σας το πω γιατί μου τα σταύρωσε γειτόνισσα Σαββατογεννημένη & τώρα με την άνοιξη θα καβλομαχήσουν κι αυτά.
Έκανα πάλι κηπουρική. Φύτεψα δυο αγγελικές κι ένα άλλο που μου διαφεύγει το όνοματάκι του, μεταφύτεψα σε άλλη γλάστρα το φούλι, δυο ιβίσκους μωβ (όπως το σκοτάδι που περιβάλει τα όνειρα, έτσι έλεγα κάπου στα “Χάρτινα φιλιά”) & την καμέλια.
Α, δεν ξέρω φέτος πώς την πάτησα και δεν έβαλα Μάρτη στο χέρι. Ξεχάστηκα. Ελπίζω ο ήλιος να με σπλαχνιστεί. Σπεύδω να βράσω τα χόρτα, σας ασπάζομαι την παρειάν.
του Δημήτρη Χίλιου
Ο Δημήτρης Χίλιος είναι συγγραφέας και από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα του “Με το σφύριγμα του τραίνου” και “Χάρτινα φιλιά“.