Εντυπώσεις από την παρουσίαση φωτογραφιών για τους «τσιφλικάδες» και τους «κολίγους» από την κ. Μαρούλα Κλιάφα
Πρωτότυπα κείμενα, «κατασκευασμένα» στο πλαίσιο του εργαστηρίου δημιουργικής γραφής
Συντονίστρια-υπεύθυνη: Αμαλία Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
«Τσιφλικάδες» και «κολίγοι»!
Δυο λέξεις άγνωστες σε μας τους σημερινούς νέους, αφού πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε που αντιπροσώπευαν δύο μεγάλες κοινωνικές τάξεις, με σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.
Είχα την ευκαιρία να μάθω πολλά για τους ανθρώπους αυτούς, πριν λίγες μέρες, όταν με την κ. Διευθύντρια του Σχολείου μας επισκεφτήκαμε τα Παλαιά Ψυγεία Κλιάφα. Εκεί, η κ. Μαρούλα Κλιάφα, μας παρουσίασε στην αίθουσα προβολών, το σπάνιο φωτογραφικό υλικό που πρόσφατα απέκτησε και που αναφέρεται στη ζωή των τσιφλικάδων και των κολίγων.
Γκρίζες φωτογραφίες, μικρές και μεγάλες, είχαν αποτυπωμένη πάνω τους την ιστορία της εποχής εκείνης. Αφεντάδες και δούλοι, ελεύθεροι και σκλάβοι, μας μετέφεραν για λίγο στην εποχή που έγινε η προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Πλούσιοι Έλληνες, διαφόρων επαγγελμάτων αγόρασαν από τους Τούρκους μεγάλες εκτάσεις γης, τα λεγόμενα τσιφλίκια.
Ο Ζωγράφος, ο Ζαρίφης, ο Ζάππας, ο Σκυλίτσης και πολλοί άλλοι ήταν μεγαλοτσιφλικάδες και κυρίαρχοι του Θεσσαλικού κάμπου. Ήταν σκληροί άνθρωποι, με εξουσία και μόνο δικαιώματα, που έβαλαν σκοπό της ζωής τους, το κέρδος και τον πολλαπλασιασμό της περιουσίας τους. Πλούτιζαν ακούραστα, γιατί όλα τα είχαν αναθέσει στους επιστάτες τους, σε σημείο που πολλοί απ’ αυτούς δεν γνώριζαν πού βρίσκονται τα τσιφλίκια τους. Το μόνο που γνώριζαν καλά, τσιφλικάδες και επιστάτες, ήταν να καταδυναστεύουν τους κολίγους, αυτούς τους ταλαίπωρους και δυστυχισμένους ανθρώπους, που είχαν υπό την εξουσία τους.
Οι κολίγοι δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, ακόμα και τις Κυριακές. Όργωναν με ξύλινο αλέτρι που το τραβούσαν βόδια, θέριζαν με δρεπάνι, αλώνιζαν με το δοκάνι και μετέφεραν τη σοδειά τους με βοϊδάμαξα. Οι συνθήκες ζωής ήταν άθλιες. Οι μεγάλες ορθογώνιες καλύβες, που μέσα τους στοιβάζονταν δύο και τρεις οικογένειες, ήταν ανθυγιεινές. Το καλοκαίρι γίνονταν ανυπόφορες από τη ζέστη, ενώ με τις πρώτες βροχές μετατρέπονταν σε λασπότοπους, βοηθώντας έτσι στη μετάδοση της ελονοσίας, η οποία μάστιζε τότε τους κατοίκους αυτών των περιοχών.
Για τους τσιφλικάδες και τους επιστάτες, οι κολίγοι δεν είχαν καμιά αξία. Ήταν κατώτεροι και από τα ζώα! Δεν είχαν δικαίωμα να φιλοξενούν, να κυκλοφορούν το βράδυ στους δρόμους, να απομακρύνονται από την περιοχή τους χωρίς άδεια από τον ιδιοκτήτη, ακόμα και να παντρεύονται.
Δεν όριζαν ούτε την ίδια τους τη ζωή.
Είχαν μόνο υποχρεώσεις.
Να δουλεύουν…!
Να υπακούν…!
Έφυγα σκεπτικός και προβληματισμένος.
Πώς γίνεται κάποιοι άνθρωποι να εξευτελίζουν και να καταπατούν την αξιοπρέπεια των συνανθρώπων τους, όταν τους δίνεται η ευκαιρία;
Στο μυαλό μου έμεινε τυπωμένη η φωτογραφία των παιδιών με τα λευκά και μαύρα ρούχα. Λευκό χρώμα για τα παιδιά των τσιφλικάδων, που ήταν καθαρά, ευτυχισμένα, χαρούμενα, με αισιοδοξία για το μέλλον. Μαύρο για τα παιδιά των κολίγων, που ήταν βρώμικα, δυστυχισμένα, λυπημένα, με απαισιοδοξία για το μέλλον. Γι’ αυτά άλλωστε, είχε καθοριστεί, ν’ ακολουθήσουν τη σκληρή μοίρα των προγόνων τους.
Μου έμεινε ένα τεράστιο «ΓΙΑΤΙ;»
Σδόγκος Ηλίας
Μαθητής Α Τάξης του 3ου Γυμνασίου Τρικάλων