Γράφει ο Δημήτρης Χίλιος
ΟΧΙ ΠΟΥ ΘΑ ΑΦΗΝΑΜΕ να γιορτάζει η εσπερία αποκλειστικά τον άγιο Βαλεντίνο, μεγάλη η χάρη του, με δόξες και τιμές, κι εμείς θα μέναμε στο παραδοσιακό ως Ψωροκώσταινα, στα ήθη, τα έθιμα και τον ήχο του κλαρίνου.
Στις 14 Φεβρουαρίου η γιορτή του αγίου Βαλεντίνου και όποιος αντέξει!
Τι κι αν δεν αναφέρεται στο ορθόδοξο ανατολικό εορτολόγιο; Κατέχει θέση εξέχουσα στο… ερωτολόγιο του νεοέλληνος.
Τον είπαν άγιο των καταστηματαρχών και των ανθοπωλείων, ξένος αυτός με την παράδοση και την ιστορία μας.
Εδώ άλλωστε μπορεί να κοκκίνιζε η σταφυλή και να έθαλλε η ελαία, αναντάμ παπαντάμ, πλην όμως έχουν εκτραφεί, ανθίσει και φουντώσει φλογεροί, περιπαθέστατοι έρωτες που σημάδεψαν την πορεία του τόπου…
Πάρις κι Ελένη, Οδυσσεύς και Πηνελόπη, Περικλής και Ασπασία, Ιουστινιανός και Θεοδώρα, Θεόφιλος και Κασσιανή, Τάσος καί Γκόλφω, Δάφνις και Χλόη, Μιμίκος και Μαίρη, Τάκης και Βίβια (δυο φίλοι μου).
«Έρως ανίκατε μάχαν! Έρως, ος εν μαλακαίς παρειαίς νεάνιδος εννυχεύεις…»
Μόνο που σήμερα, στις τραγικά ανέραστες ημέρες, ο Σοφοκλής θα διευκρίνιζε στο χορικό του: «Υπέρ καταστηματαρχών, μικροπωλητών, ανθοπωλών και… ντόρος (αλλά και τζίρος) να γίνεται και να στήνεται. ΜΟΝΟΝ!
Τα… δέοντα της ημέρας
Mε την ευκαιρία της φραγκολεβαντίνικης εισαγόμενης γιορτής του αγίου Βαλεντίνου κάθε νεοέλλην που σέβεται τον εαυτό του, πιστεύει πως οφείλει να ξεσαλώσει ξεδιπλώνοντας το ερωτικό του ταμπεραμέντο στους αιθέρες, αποδεικνύοντας πως ο κινηματογράφος είναι μεγάλο σχολείο τελικά. Αλλοίμονο, τόσα DVD να πήγαιναν χαράμι.
Από πρωίας ανταλλάσσει σαχλοαστειάκια που ξεκινούν έτσι πρωτότυπα: Γιορτάζεις σήμερα; Κατόπιν ψωνίζει μικροδωράκια φοβερά κακόγουστα και η συνάντηση με… το πρόσωπο γίνεται κατόπιν ανταλλαγής λουλουδικού (απαραίτητα), περιπαθούς ασπασμού (επίσης απαραίτητα), ενίοτε και κοσμήματος!
Εκείνη πάλι, η μικρή κι ενάρετος μπεμπέκα, ακαθορίστου ηλικίας, με ύφος παρθένας του ελληνικού κινηματογράφου που κατέστρεψε μια νύχτα τη ζωή της, έρχεται στο ραντεβού σημαιοστολισμένη, με τη διάθεση να παραδοθεί «ψυχή τε και σώματι» στον ιππότη, να του προσφέρει πλην του δωρακίου με την κόκκινη κορδέλα, ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει, αν εκείνος δεν φρόντισε για την απώλεια από την πρώτη συνάντηση ή δεν το είχε αρπάξει παλιότερα άλλος… άλλοι… (το και πιθανότερον).
Κι αφού προηγηθούν γλυκόλογα και χαχανητά, αφού τρέξουν τα σερμπέτια, μια τρελή βραδιά καρναβαλιού εκτυλίσσεται μέσα σε φοβερή πρωτοτυπία. Θα ξαμολυθούν κρατημένοι σφιχτά για τη βραδινή έξοδο, μέρα που είναι, όπου θα φάνε τον άμπακα (με το συμπάθιο), θα πιούν ανάλογα, εκείνη ίσως μόνο κόκα-κόλα γιατί πρέπει να παίξει και λιγάκι τη δύσκολη, θα συνεχίσουν σε άλλο στέκι όπου μονάχα πέντε φορές την εβδομάδα πηγαίνουν κι όπου εννιά στους δέκα θαμώνες είναι κολλητοί τους. Εδώ θα επιδοθούν σε εξαιρετικά ασυνήθιστες τρυφερότητες.
Εκείνος θα την κρατά σφιχτά περιφέροντας το βλέμμα στις καμπύλες της κοκκινομάλλας με το κολάν δίπλα στη μπάρα, ενώ εκείνη θα αφήνει βαριεστημένα τη ματιά της να πλανηθεί στο χώρο με επίκεντρο έναν αθλητικό τύπο απέναντι με θεληματικό πηγούνι που μοιάζει για Υδροχόος, κόβει το μάτι της, και ταιριάζει μαζί της απόλυτα ως Λέων που είναι, με ωροσκόπο στον Αιγόκερο μάλιστα. Μετά εκείνος θα της ψιθυρίσει στο αυτί πρωτότυπες ανοησίες (αλλιώς θα τις έλεγα, μα είμαστε οικογενειακό περιοδικό) κι εκείνη εκστασιασμένη θα του σκάει δυνατά μεγάλες τσιχλόφουσκες στα μούτρα και θα σκέφτεται πως κι ο Νίκος πέρυσι τα ίδια έλεγε. Στη συνέχεια σαν κάνει πιο συγκεκριμένες τις προθέσεις για το τέλος της βραδιάς, εκείνη θα θυμώσει «άντε να χαθείς, κρύε», θα γυρίσει συγχυσμένη κατά τον αθλητικό απέναντι που, έβαζε στοίχημα, πρέπει να ήταν Υδροχόος, θα σκεφτεί πως ο Τάκης σε αυτά ήταν διακριτικότερος, μόνο πού εκείνος πραγματοποιούσε κιόλας τις …απειλές. Σε λίγο θα της περάσει ο θυμός και νάαααα κάτι τσιχλόφουσκες να σκάνε στη μύτη του καλού της.
Η Βραδιά θα κλείσει, για να τιμηθεί ο άγιος Βαλεντίνος, πάντα εξαιρετικά πρωτότυπα αφού επιτευχθούν οι δέουσες επιδόσεις στο σπορ που πολλοί επιδίδονται –ή προσπαθούν!– χωρίς να παραλείπουν το κατιτίς διηγούμενοι!
Μόνο που όσο εκείνος θα αφήνει τα δακτυλικά του και όχι μόνο αποτυπώματα, εκείνη ψάχνοντας τα προσόντα του πόντο-πόντο, θα σκέφτεται πως τελικά ο Γιώργος σημείωνε καλύτερες επιδόσεις.
Ο Βαλεντίνος και η …αγιοσύνη του
Tο παράδοξο στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας είναι που έχουμε και τον άγιο του έρωτα …εισαγόμενο. Εδώ που γεννήθηκε και θεοποιήθηκε ο έρωτας, που υψώθηκε από έναν πολιτισμό ανώτερο όπως ταιριάζει στο ανώτερο ανθρώπινο συναίσθημα, εδώ που υμνήθηκε έτσι υπέροχα και μοναδικά.
Κάθε 14 Φεβρουαρίου εορτάζει, εσχάτως, και αγάλλεται το πανελλήνιον εις μνήμην του νεοφανούς στα μέρη μας πλην Φραγκολεβαντίνου αγίου, η χάρις αυτού μεθ’ ημών και επί τα έργα ημών!…
Το εγκυκλοπαιδικό λεξικό Ελευθερουδάκη (1931) αναφέρει: «Βαλεντίνος (άγιος): Ιταλός ερωμένος μαρτυρήσας κατά τινας μεν τω 270 εν Ρώμη, κατ’ άλλους δε τω 306 εν Τέρνι. Ίσως πρόκειται περί δύο μαρτύρων. Η Δυτ. Εκκλησία εορτάζει την 14 Φεβρουαρίου την μνήμην ενός αγίου Βαλεντίνου. Εν Αγγλία η μνήμη του εορτάζεται ιδιαιτέρως υπό των νέων και νεανίδων…»
Πλην του βυζαντινού στρατηγού Βαλεντίνου η πρόσφατη ιστορία αναφέρει τον ηθοποιό Ροδόλφο Βαλεντίνο (1895-1926), διάσημο Ιταλοαμερικάνο σταρ του βωβού κινηματογράφου που λατρεύτηκε από εκατομμύρια γυναίκες σαν θεός του έρωτα. «Λίαν δημοφιλής καθ’ όλον τον κόσμον λόγω της εξαιρετικής καλλονής του», γράφει η εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη. «Εγένετο κατ’ αρχήν χορευτής εις δημόσια κέντρα και κατόπιν ηθοποιός. Πολλάκις νυμφευθείς και διαζευχθείς απέθανεν εκ περιτονίτιδος…» Στην κηδεία του συγκεντρώθηκε ένα απίστευτα μεγάλο πλήθος γυναικών που ξέσπασε υστερικά σε εκδηλώσεις λατρείας.
Ο Ροδόλφος Βαλεντίνο έφερε στην οθόνη πέρα από τον τύπο του περιβόητου Λατίνου εραστή, έναν αισθησιασμό που έλειπε από τους αθλητικούς σταρ της εποχής.
Η μελαχρινή ομορφιά με την γεμάτη χάρη χορευτική κίνηση, την επίμονη ματιά και το συνδυασμό πάθους και μελαγχολίας, δημιούργησαν τον μύθο που παρασάγγας απείχε από την άτυχη προσωπική του ζωή με τους αποτυχημένους γάμους, τις κρίσεις αβεβαιότητας και αμφιβολίας.
Από τη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα δεν έλειψε κι η Βαλεντίνα, προπολεμική γόησσα που ξετρέλαινε τους άντρες του ‘30, της οποίας τα καμώματα, έτσι όπως είχε Μόρτικα κομμένα τα μαλλιά της, σαν αγοροκόριτσο η μιλιά της, κόλαζαν και αρχιμανδρίτη. Με την επωδό μάλιστα Κι όπως πας σε λίγα χρόνια θα φορέσεις παντελόνια, προέβλεπε ο λαϊκός βάρδος την κυριαρχία του γιούνισεξ στην εμφάνιση, με όλα τα συμπαρομαρτούντα.
«Ανθρώπους και κτήνη σώζεις Κύριε…»
Δεν γνωρίζουμε αν η δυτική Εκκλησία στην πολυπραγμοσύνη της διανέμει και το σχετικό φυλλάδιο με τον βίον και την πολιτείαν του αγίου Βαλεντίνου, η λαϊκή παράδοση όμως δεν παραλείπει να τον στολίσει κατάλληλα και να διατηρήσει τον μύθο.
Περιέφερε την θερμήν κι ανοικονόμητον φύσιν του στην Καλαβρία, στα παράλια της Αδριατικής, κηρύττοντας τον Λόγον του Θεού και βρίσκοντας ιδιαιτέραν απήχησιν στο τότε ακόμη ασθενές φύλλον. Λέγεται πως δεν άφησε παιδίσκη για παιδίσκη, μα και θηλυκή γάτα που να μην την…κατηχήσει. Όσο για χήρες και παντρεμένες, καλά εκεί γνώριζε… γκραν σουξέ!
Η παράδοση επίσης λέει πως στο σανδάλι του ο Βαλεντίνος είχε δεμένη μια κουδούνα που σήμαινε από μακριά τον ερχομό του και τα πλήθη συνέρρεαν να κρεμαστούν στα χείλη του. Αφελής, στην είσοδο χωριού ρώτησε γιατί έχει την κουδούνα στο πόδι δεμένη. Κι ο άγιος εξήγησε πως την έχει για ν’ ακούν τα ζωΰφια της γης να φεύγουν και να μην τα πατά. Τα πλήθη ρίγησαν στην αγιοσύνη του ανδρός.
Σαν νύχτωσε και πια Είχε αλλοφρονήσει η θερμή του η φύση, ψιθύρισε στο αυτί του αφελούς πως ήθελε κατάλυμα, μια τσότρα κρασί και μια ντουζίνα γυναίκες να τις …κατηχήσει. Άναυδος, γούρλωσε εκείνος τα μάτια.
– Μια ντουζίνα; Αμ τότε άγιέ μου εσύ δεν πρέπει να κρεμάς την κουδούνα στο σαντάλι, παρά…
Η συνήθης ρητορική ερώτηση που επέβαλε ο άγιος στο γυναικείο ακροατήριό του ήταν:
– Γιατί ο δρόμος προς τον Θεό να είναι στρωμένος με αγκάθια και όχι με ροδοπέταλα;
Κι ευθύς προέβαινε στο …θεάρεστο έργο του!
Πολλές φορές βέβαια η στάμνα πηγαίνει στη βρύση για νερό, μα κάποια απ’ όλες δεν γυρίζει πίσω. Έτσι κι ο Βαλεντίνος μια νύχτα γλυκιά κι ονειρεμένη, εκεί κατά τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες που οι ρομαντικές ψυχές κάνουν την ευχή σαν πέφτει το αστέρι, συνελήφθη, τσίτσιδος, στο κρεββάτι γυναίκας ισχυρού παράγοντα, να διαπράττει τα δέοντα.
Αμέσως τον έδεσαν έτσι, γυμνό, σ’ ένα δέντρο και με μαχαίρι «του απέκοψαν», καθώς θα έλεγε ο Εμμανουήλ Ροΐδης, «πάσαν πατρότητος ελπίδαν». Έκτοτε η περιοχή εκείνη της νοτιοδυτικής Ιταλίας ονομάζεται Απουλία. Και το Βατικανό που τυρβάζει περί πάντων και πασών, άρπαξε την ευκαιρία και τον ανακήρυξε άγιο μπας και προλάβει άλλος.
Ο άγιος ποντίφιξ και το κογκλάβιο των καρδιναλίων έκρινε πως μπροστά του χαρτωσιά δεν έπιανε η θρυλική πάπισσα Ιωάννα• και γονυπετείς προσκύνησαν τη χάρη του.
Ως προστάτης των απανταχού ερωτευμένων ο Βαλεντίνος σημειώνει πιέννες κι αναδεικνύεται προστάτης του εμπορίου, εις δόξαν του μιμητικού πνεύματος των νεοελλήνων που «βρακί δεν έχει η νιότη τους, λουλούδια θέλει η σκούφια τους». Αμήν!
«Έρως εστί…»
Συναίσθημα περίεργο! Ή του ύψους ή του βάθους. Πότε-πότε και του ύψους και του βάθους. Άλλοτε «Όταν μου λες πως μ’ αγαπάς στον ουρανό ψηλά με πας…» κι άλλοτε πάλι «Άνοιξε πέτρα για να μπω…»
Πριν μερικές δεκαετίες ακόμη τα ερωτευμένα ζευγάρια εκδήλωναν τα αισθήματά τους με την αποστολή καρτ-ποστάλ που έφερε κορώνα την ανάλογη φράση –δήλωση; διαπίστωση;– προκειμένου να γίνουν ξεκάθαρα γνωστές οι προθέσεις.
Πάνω από το σφιχταγκαλιασμένο ζεύγος περιίπτατο μέσα σε ροζέ κορδέλα η επιγραφή «Πάντα ενωμένοι και αγαπημένοι», ή γύρω από την διάτρητη υπό βέλους καρδιά «Η συναναστροφή σου μέ ηδύνει». Καμμιά φορά γινόταν πιο συγκεκριμένο «Πιπίτσα είσαι δι’ εμέ το παν στον κόσμον». Κι άλλοτε ένα ποίημα του Αχιλλέως Παράσχου ερχόταν να σώσει την κατάσταση.
παρθένου αλαζόνος,
θρασείας εκ της καλλονής,
ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έριψα ποτέ
εις πτέρυγας ταώνος,
ουδ΄ εις φιάλην στίλβουσαν,
πλην στείραν αρωμάτων…
Αλλά και στη δημοτική ποίηση κατέφευγαν προκειμένου να εκφραστεί παραστατικότατα η φλόγα του έρωτα που έκαιγε καρδιές και υπογάστρια:
σαν πληγωθεί να γειάνει,
μοιάζει δεντρί που μαραθεί
κι άλλο καρπό δεν κάνει…
Άλλοτε εκφραζόταν θαυμασμός για το κάλλος της αγαπημένης:
σου ’δωσε την ανθάδα
και ποια μηλιά γλυκομηλιά
τη ροδοκοκκινάδα;
Κι άλλοτε δεν έλειπε η σατυρική διάθεση:
κι άσπρη μου παραστέκει•
ν΄ αφήσω το γαρύφαλλο
να πέσω στον ασβέστη;
Οι κοπέλες συνήθως απαντούσαν με στίχους σεμνούς, άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Ε, όσο να το κάνεις, άλλοι καιροί άλλα ήθη.
κι αν θάλασσα διαβείς,
την φίλην σου Ευτέρπην
ποτέ μην λησμονείς…
Ή πάλι με το εντελώς ξενέρωτο για τις ζοφερές μας ημέρες:
ενθυμού και μη λησμόνει…
Σήμερα, αρκετές δεκαετίες μετά, οι κοπέλες πια λένε ξεκάθαρα ταν άποψή τους χωρίς φόβο αλλά με πάθος: «Εγώ δεν πάω μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο…»
Με όσα τούτο θα μπορούσε να σημαίνει.
Ένα μπουκέτο απόψεων περί έρωτος, θεωρητικών στην πλειοψηφία τους βρίσκει κανείς σκαλίζοντας παλιά λευκώματα των …κορασίδων που κρατήθηκαν στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα.
Η αθάνατη Αθήνα του ρομαντισμού της Μπελ-εποκ, όπου οι νέοι αυτοκτονούσαν μόλις «ελάμβαναν τον κεραυνόν εις φάκελλον ευώδη κεκλεισμένον…» και αρκούσε μονάχα μια ματιά για να πετάξουν στους επτά ουρανούς.
Κιτρινισμένες σελίδες, φθαρμένες από το χρόνο, συχνά ποτισμένες με δάκρυα, όπου αναγράφονταν σπαραξικάρδιοι στίχοι -αχ αυτός ο Παράσχος!- ή αυτοσχέδια στιχουργήματα της στιγμής.
Οι κορασίδες σφιγμένες καλά στις μακριές εσθήτες και τα κρινολίνα, καπελωμένες με τα περίτεχνα έργα των πιλοποιείων της Αθήνας, απέφευγαν συνήθως να απαντήσουν ξεκάθαρα στην κλασική κάθε λευκώματος ερώτηση: «Τι εστί έρως;» Ή απαντούσαν με στίχους αθώους μέχρι ανοήτους που σήμερα η λαϊκή θυμοσοφία θα χαρακτήριζε με τη ρήση γύρω-γύρω να έρχεται και μέσα να μην μπαίνει…» Όμως οι νεαροί δανδήδες, γόνοι της αστικής τάξης κι επαρχιώτες φοιτητές, σκίζονταν να εντυπωσιάσουν με μια φιλόφρονα απάντηση.
Νέος «με ποιητικάς προδιαγραφάς» έγραφε: «Έρως εστί ασπασμός των αγγέλων στα άστρα». Και πού θα πήγαινε, όλο και κάποια ψυχή ονειροπόλα θα συγκινούσε. Άλλος με επίδοση στα λογοπαίγνια άρχιζε με το «Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει…», το χωριατόπαιδο περιοριζόταν στο «Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινωσύνη, θέλει λαγού περπατησιά, αετού γληγοροσύνη» (άσχετο) και ο σκαμπρόζος της παρέας δεν δίσταζε να γράψει: «Έρως έρως. Σαλάμι αέρος, το τρώει ο γέρος και πάει στο μέρος…» κάνοντας τις παρθένες να κοκκινίσουν μέχρι τις ρίζες των ξανθών τους βοστρίχων! Ο σπασίκλας της παρέας, έγραφε (στον κόσμο του αυτός): «Έρως ην Πραξιτέλους τέχνημα. Παις ανθηρός και νέος, πτέρυγας έχων και τόξα…» Στην παρέα ακολουθούσε θύελλα σφαλιάρας και στο λεύκωμα η επίσης κλασική ερώτηση «Ποία η γνώμη σας για την κτήτορα;» όπου έτρωγε η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι…
Χαρά ανεκλάλητος.
Ποταμοί μελάνι έχουν καταναλωθεί να υμνούν τον έρωτα. Πινέλα, χρώματα κι η σμίλη πάνω στο μάρμαρο προσπάθησαν να τον αποτυπώσουν και να υμνήσουν το ανώτερο ανθρώπινο συναίσθημα.
Από τον Φειδία και τον Πραξιτέλη, μέχρι τον Γιαννούλη Χαλεπά, τον Γύζη, τον Τσαρούχη και τους σύγχρονους δημιουργούς, καθώς επίσης από τη Σαπφώ και τους ποιητές της Παλατινής ανθολογίας, μέχρι τον Παλαμά, τον Ελύτη, τον Γκάτσο και τους στιχουργούς λαϊκών τραγουδιών και μαζί το Δημοτικό τραγούδι, όλοι μαζί, μικροί μεγάλοι, επιφανείς και ασήμαντοι, φιλοτέχνησαν τον έρωτα, την θεότητα που η ελληνική μυθολογία θεώρησε «Εν των αρχεγόνων στοιχείων της δημιουργίας του σύμπαντος…»
«Η ωραιοτέρα εφεύρεσις των αρχαιοτέρων δια τους νεωτέρους. Το έξοχον λίχνισμα της καρδίας…» έγραφε η «Ποικίλη Στοά» το 1914.
Πρεσβύτερος των θεών κατά τους αρχαίους Έλληνες, δεν αναφέρονται γεννήτορές του, κατ’ άλλους θεωρείται γιος του Δία και της Αφροδίτης, βρισκόταν στον ουρανό, ωραίος, νέος, φτερωτός, φαιδρός, αστείος, ευτράπελος, αγαπώμενος από όλους. Μυστικός σκανδαλοποιός και πανούργος, κινούσε στάσεις και διαφωνίες μεταξύ των αθανάτων. Τότε κι εκείνοι αγανάκτησαν, του έκοψαν τα φτερά και τον έστειλαν στη γη δίνοντας τα φτερά στη Νίκη, να τα φορά ως σύμβολο λαφύρων.
Για την γέννεση του κόσμου ο Ησίοδος έγραψε: «Πρώτιστον το χάος. Η ευρύστερνος γη των πάντων βάσις ασφαλής κι αιωνία• και ο έρως». Ο δε Παρμενίδης «Πρώτιστον πάντων των θεών τον έρωτα συνέλαβε». Οι αρχαίοι υμνούν την περί τον έρωτα αρετήν, με αντικείμενον το ωραίο και σκοπό τη δημιουργία. Αργότερα ο χριστιανισμός ταύτισε τον έρωτα με την αγάπη, αφήνοντας όμως παραθυράκι αισθησιασμού τον πειρασμό.
Το ερωτικό πάθος εκτός του ότι κινεί γη και ουρανό, δίνει δυνάμεις υπεράνθρωπες. Έρωτας έδωσε την παροιμιώδη υπομονή στην Πηνελόπη, αλλά έρωτας προκάλεσε οργή και απελπισία στη Μήδεια οδηγώντας την στην παιδοκτονία. Έρωτας ήταν η αιτία για να έρθουν τα πάνω κάτω κατά το πρόσφατο παρελθόν στο πολιτικό μας προσκήνιο και να γραφεί η ιστορία έτσι όπως γράφτηκε.
Τώρα για τη λαϊκή ρήση που αναφέρεται στο καράβι και σ’ αυτό που βρίσκει τη δύναμη να το σύρει, είναι τόσο εύστοχη, σαφής, που χρεία επεξηγήσεων δεν έχει.
Όμως τα εγκλήματα πάθους δεν σταμάτησαν ποτέ, οι τάσεις αυτοκαταστροφής εξ’ αιτίας απελπισμένου έρωτα επίσης.
Αλλά για τον μικρό φτερωτό θεό που πρόσφερε «χαρά ανεκλάλητο» στον κόσμο έχουν γραφεί ύμνοι ανυπέρβλητοι. Τα γεμάτα πάθος λόγια του Σοφοκλή στην «Αντιγόνη», το «Ερωτικόν» του Πλουτάρχου, το «Άσμα ασμάτων» («Σοφία Σειράχ») της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και μια πληθώρα τρυφερών και συγχρόνως μεγαλόπνοων μεταγενέστερων λογοτεχνικών κειμένων.
Μάλιστα κανείς αναρωτιέται, αφού ύμνησε έτσι τον έρωτα η Σαπφώ («Δέδυκε γαρ ασελάνα, καγώ μόνα καθεύδω…») και η ελληνική δημοτική ποίηση («να ΄ξερα το πουλάκι μου σε τι δεντρί κοιμάται, σε τι κλαρί έστησε φωλιά και μένα δε θυμάται…») τι καινούργιο έχουν να πουν τα ερωτικά ποιήματα που γράφονται σήμερα…
Επιμύθιον
Η κυριαρχούσα άποψη όμως περί έρωτος, απέχει παρασάγγας εκείνης του Μιμίκου και της Μαίρης, του Έκτωρος και της Ανδρομάχης, του Ίωνος Δραγούμη και της Πηνελόπης Δέλτα.
Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη σαρκική επαφή, με το πνεύμα να απουσιάζει παντελώς και μονίμως από κάθε ερωτική εκδήλωση. Πώς λέμε «Ρωμαίος και Ιουλιέττα»; Καμμία σχέση!
Οι αντιλήψεις περί οικογένειας και διαιώνισης του είδους δε σώζουν την κατάσταση. Η χοντροκοπιά και η «φαστφουντοποίηση» (ας επιτραπεί ο νεολογισμός) χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Η ποίηση εξέλειπε παντελώς! Και δεν εννοούμε βεβαίως τις δακρύβρεχτες καταστάσεις της εποχής του Αχιλλέως Παράσχου με το «Δρέψατε πάλιν, ερασταί, ευδαίμονες, ναρκίσσους εις του Μαΐου τους φαιδρούς κι ευώδεις παραδείσους…» που τόσες παρωδίες και καγχασμούς ο καημένος προκάλεσε με την άτυχη εκείνη αναφορά στους μαγιάτικους ναρκίσσους. Αλλά πάλι κι εκείνο το «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» δεν κάνει λίγο στο πλαστικό του, στο λιγάκι ψεύτικο;
Έμεινε η φήμη των ελλήνων εραστών, με τον τουρισμό μόνον ευνοημένο!
Και βέβαια δεν φτάνει να ικανοποιείς τα στίφη των χαρμανιασμένων –συγγνώμη– Σουηδέζων, Αγγλίδων, Γερμανίδων και λοιπών ξανθών μετά φακίδων πλην διψασμένων για εμπειρίες, που κατακλύζουν τα ελληνικά νησιά τα καλοκαίρια γυρεύοντας να μάθουν τι εστί βερύκοκον! Κάτι το πνεύμα, κάτι εκείνη η «ανεκλάλητος χαρά» της δημιουργίας…
Αλλά τουλάχιστον να εκτιμούσαν τις καλοκαιρινές μας επιδόσεις οι βόρειοι εταίροι μας στην Ευρώπη!
Δημήτρης Χίλιος
Το κείμενο αυτό είναι του συγγραφέα Δημήτρη Χίλιου. Δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδειά του, και τον ευχαριστούμε πολύ.