Ζωή, θεά πεντάμορφη, πεντάδοξη κ’ αιώνια!
Πού απ’ αγνώστου Ήλιου ολόφλογες αγκάλες,
Ξεσφεντονίσθηκες μ’ ακράτητη λαχτάρα
Σε παγωμένα μέσα κι άψυχα σκοτάδια,
Και μάγεψες τα ναρκωμένα τα διαστήματα
Με τη γλυκιά σου ανατριχίλα.
Πού γύριζες και γύριζες σε βάθια κ’ ύψη
Στον κύκλο τον ατέλειωτο της Πλάσης,
Και τ’ άτομα συνάρπαζες και θέρμαινες και συγκρατούσες,
Ώσπου ψυχή σου τά ‘καμες και σώμα:
Πλημμύρα φως κι ενέργεια κι ομορφιά κι αγάπη,
Πλημμύρα, που το κάθε κύμα της κι από ένας κόσμος.
Και κάθε αστέρι τώρα ζει, στρεφογυρνάει και φέγγει,
Του ουράνιου διάβα σου περίλαμπρο σημάδι.
Κι ως πέρα απ’ τους απόκεντρους μικροπλανήτες
Της Γης, της Αφροδίτης,
Πού έναν απ’ τους μύριους ήλιους σου ακλουθάνε,
Κατά τα κράσπεδα τα φωτεινά του Γαλαξία,
Ως εκεί φτάνουνε τ’ αρίφνητά σου δώρα,
Που λες κι’ ολόχαρες, αστραφτερές διαβαίνουν και
Κατόπι πλούσιας συνοδειάς από λιοφέγγαρα κι αστέρια.
Οι λαμπροστόλιστες μικρούλες,
Προς δόξα της αγήρατης της Νύφης
Της Νύφης που παντοτεινό γιορτάζει γάμο.
Σπιθοβολούν και τρέμουνε τ’ αστραφτερά σου αστέρια,
Σα να γλυκοκοιτάζουνται.
Σα να μιλούν ανάμεσά τους,
Κι απ’ της αγάπης σου τα μάγια σα να σπαρταράνε.
Οι νύχτες αγκαλιάζουνε τις μέρες.
Στ’ απέραντο το πανηγύρι
Που αγάλια και σιωπηλά τελιέται,
Μα στέλνει η σωπασιά εκείνη
Την αρμονία που όργανο θνητό δε σώνει
Σε ψυχή μέσα να στραγγίξει.
Κι ενώ στην άβυσσογαλανωπά,
Οι διαμαντένιες σφαίρες αρμενίζουν
Πετάει ξάφνω ο νούς γοργότερ’ απ’ αχτίδες,
Τους κύκλους τους ακόντευτους ζυγώνει
Κι ακούγει τ’ άγκομαχητό του στρεφογύρου,
Και βλέπει τους ακοίμητους αγώνες,
Και νοιώθει τα μυστήρια που εκεί φωλιάζουν,
Τις μάχητες, τις νίκες και τις δόξες,
Κι απ’ όλα πιότερο τους στεναγμούς
Της γένεσης, της γέννας, του θανάτου,
Πού αιώνια ακολουθάνε τον αθάνατό σου δρόμο.
Πελώρια στην απλοχωριά, κι ακόμα πιο πελώρια
Εκεί πού μήτε αθώρητο μαμούνι
Δεν σώνει ν’ αγναντέψη,
Σαν πνέμα πλημμυράς τα σύμπαντα,
Κι όπου πλανιέται ο νους, ξανοίγει
Τ’ αλάβαστά σου ιχνάρια.
Ο τόπος, ο καιρός, το εγώ, κι όλα τανύπαρχτα
Που ο θαμπωμένος άνθρωπος
Τα στήνει εκεί που σύνορα δεν ξέρεις,
Σαν όνειρα περνούν και χάνουνται με κάθε κίνημά σου,
Μα μνήσκεις πάντα εσύ και βασιλεύεις,
Μνήσκεις σαν πέλαγο που κι αν χαθούν τα κύματα,
Στάλα του κρύσταλλου νερού δεν πάει μαζί τους.
Όταν η παντοκίνητη ψυχή του ποιητή
Σαν πούπουλο απ’ τα διάπλατα φτερά σου,
Σα χρυσαλίδ’ ανήσυχη,
Σε δίχτυ κοσμοάπλωτο πιασμένη,
Τη θεϊκιά της φύτρα νοιώθει,
Όμως ξεχνώντας σου την όψη την αθώρητη
Πασκίζει το μυστήριο σου να ξεδιαλύνει,
Με πόση μάχητα χτυπιούνται τα φτερούγια της,
Με πόσον πόνο τ’ άπειρο να σκίσουνε γυρεύουν,
Κι ως τόσο το μαγνάδι την κρατάει,
Και μόλις στα θολά της μάτια φαίνεσαι καταχνιασμένη,
‘Εσύ, που ολόγυμνη, παντουπαρούσα,
Με της ψυχής την αγωνία εκείνη γλυκοπαίζεις,
Καθώς η μάννα παίζει με παιδιού λαχτάρα,
Σαν πολεμάει το φως να σφιχτοπιάσει,
Ή για παιχνίδι ή για τροφή του.
Παράδιπλα στ’ ακοίμητο ποτάμι,
Κοντά στους κρίνους τους παρήγορους,
Συχνογυρνάει φιλόσοφος και διαλογιέται,
Ζητώντας το αποπούθε και το που να κατεβάσει.
Γοργό κατρακυλάει τ’ ακοίμητο ποτάμι,
Κάθε λαμπρή του στάλα απ’ άλλες κυνηγιέται,
Και φεύγει εκεί που τη μαζεύει η αχτίδα,
Στα βράχια να την ξαναστάξει της ραχούλας.
Όμως το ρέμα, μήτε το βαθύ μουρμουρητό του,
Μήτε την κρουσταλλένια του όψη δεν αλλάζει.
Όμως στου ίδιου ρεματιού τους όχτους
Ανθούν τα λούλουδα στον τάφο τους απάνω,
Εκεί που μύρια πριν τους φάνηκαν,
Και μύρια θα ξαναφανούνε.
Πετάει σαν όνειρο η μορφή, ξαναπροβάλλει σαν αυγούλα,
Και πάλι στις αστείρευτές σου φλέβες πνίγεται,
Όμως εσένα ο δρόμος σου άλλαγμα δεν ξέρει, μήτε τέλος..
Κι ως τόσο ο διαβασμένος μελετάει ακόμα
Το νοιώσμα της Αθανασίας!
Όλα πεθαίνουνε, μα Εσύ
Για πάντα ζεις και βασιλεύεις.
Για πάντα με του Χάρου το δρεπάνι
Εσύ τ’ ακούραστο
Μαζώνεις την τροφή σου.
Κι αν ακλουθάει τα βήματά σου μαύρος ίσκιος,
Όμως ομπρός σου χύνει φως εκείνος,
Πού σ’ έχει από τα μαύρα σπλάχνα του βγαλμένη.
Και με παλμούς ορμής ανίκητης,
Με το βαθύν ανασασμό σου,
Τα συνεπνίγεις τ’ άδικα τα μυρολόγια
Πού εδώ κ’ εκεί σκορπιώνται,
Σαν που άνοιξιάτικη φουρτούνα πνίγει
Του λειβαδιού τους ήχους.
Από της Γης περνώντας τ’ ανθισμένα μονοπάτια,
Λυπητερό τραγούδι ακούγω και ψέλνει,
Πώς σαν ποτάμι το κακό Σε σβήνει.
Πώς για τα Σένα εκεί παλεύοντας
Ο αθώος σπαρταράει και ματοστάζει,
Γιατ’ είσαι Μάγισσ’ άπονη, κι αφήνεις
Τ’ αδύναμο στου δυνατού το νύχι,
Το δυνατό στου αδύναμου τη σκόνη απάνω
Ακόμα εκεί δεν τ’ ανιστόρησε
Ο απελπισμένος Ιερεμίας
Πώς το κορμί του-μιας στιγμής Σου φουσκαλίδα,-
Με μάχητες αθώρητου μικρόκοσμου
Κ εκείνο συγκρατιέται.
Πώς αν ξεσπούνε φουσκαλίδες κι αν περνούν,
Άλλες προβάλλουν και λαμποκοπούνε
Στ’ άθάνατό Σου ρέμα.
Πώς είσαι Εσύ τ’ αληθινό ποτάμι,
Κι ο νους του μελετάει της γης το δράμα,
Καθώς ο ναύτης τη στεριά
Που τη θαρρεί και φεύγει πίσωθέ του,
Στα πέλαγα η βαρκούλα του σαν αρμενίζει.
Πρωτοτεχνίτρα που ολοένα παίρνεις
Από γερούς και χαλασμένους κόσμους
Το τρισαρίθμητο έχει σου στην αγκαλιά σου
Και με την κρύφια δύναμή σου το μαγεύεις
Πού με τεράστιας θέλησης ανάγκασμα,
Μ’ ενέργεια τρίσβαθη κι’ ασκόλαστη,
Από παλιά τορνεύεις και σκορπάεις καινούργια σου όντα,
Πιο τέλειο κάθε τόρνεμά σου,
Απ’ τους καιρούς που τ’ άμορφο πρωτόπλασμα
Μες στου πηλού αργοσάλευε τα βάθια,
Ως τότες που ουρανόφεγγη παρθένα
Λαχτάρησε με στεναγμό και καρδιοχτύπι
Τα σπλάχνα της θυσία να Σου τα κάμει.
Εσύ, που χύνεις ομορφιά στα πάντα
Μ’ αχόρταγη φιληδονία.
Πού το ιερό μυστήριο Σου τελιέται
Μες σ’ άσβεστο ένα φως, που αντιφεγγιά του είναι ο νους μας.
Πού το παγκόσμιο Σου έργο στους αιώνες μέσα
Το συνεδένει ακαταπόνητος
Μαγνήτης, Η σύμμαχή σου η ουρανογέννητη,
Πού της ψυχής σου είναι ψυχή,
Πού είσαι Εσύ η ίδια, και
Σε λεν ‘Αγάπη!’Αγάπη, κι ομορφιά, και φως κ ενέργεια!
Εσάς υμνώντας, μια μονάχη ψέλνω, τη Ζωή,
Του κόσμου τη θαυματουργή πρωτοτεχνίτρα