Μία γυναίκα έμενε κάποτε σε χωριό. Καθημερινά ξυπνούσε από νωρίς, όταν ακόμα δεν είχε ξημερώσει, και πήγαινε να μαζέψει γάλα και αυγά, να βάλει νερό σε κανάτες και να περιποιηθεί τους στάβλους με τα ζωντανά.
Δεν της άρεσε όμως η ζωή που έκανε, δυσαρεστημένη ήταν πια η ψυχή της. Καθημερινά με έναν κόμπο στο λαιμό κατευθυνόταν, όλο παράπονα έπνιγαν το μέσα της και συνεχώς ονειρευόταν τη ζωή που τόσο λαχταρούσε να ζήσει στην πραγματικότητα.
Μία συνηθισμένη μέρα, μετέφερε κανάτες με νερό. Ξαφνικά, άρχισε να ονειροπολεί. Να ήτανε –αχ μακάρι!- σε ταξίδια σε όλο τον κόσμο, να ψώνιζε από ακριβά μαγαζιά κοσμήματα και ρούχα εκλεκτά, να κοιμόταν σε ένα πουπουλένιο κρεβάτι! Πόσο θα ήθελε να έτρωγε πλούσια φαγητά και να έβλεπε από ένα παράθυρο ψηλά όλο τον κόσμο!
Είχε χαθεί εντελώς στο όνειρο και τη μαγεία του. Για να ξυπνήσει απότομα, όταν πέσει με δύναμη κάτω, βλέποντας την κανάτα με το γάλα που μετέφερε τόση ώρα, να γίνεται χίλια κομμάτια…
Με κλάματα άρχισε να αναρωτιέται: Πώς θα ξαναπάω πάλι πίσω και να κάνω όλη τη διαδρομή από την αρχή;
Πήρε, με βαριά καρδιά, πάλι το δρόμο της επιστροφής. Και σκεφτόταν πως καμιά φορά καλό είναι να ονειρευόμαστε, αλλά να συνειδητοποιούμε και την πραγματικότητα…