Είμαι το νερό. Σκορπίζω
μαγικούς σκοπούς στον αέρα,
παίζω σα βοσκού φλογέρα
και σα θεία φοβέρα βουίζω.
Μα στα θάμπη της αυγής
όταν ο ουρανός με βλέπει
ως τα βάθη της πηγής,
ιερή σιωπή μου πρέπει.
Γνώρισα των χαλασμάτων
την απελπισία σαν πέφτει
στης ψυχής μου τον καθρέφτη
το μεγάλο φάντασμά των.
Τρόμαξα τη μοναξιά των,
είδα, βράδυ, τα όνειρά των!
Του μοναχικού γκρεμού
ενανούρισα την έννοια.
Τα νεκρά κοιμίζω φύλλα.
Ρίχνω σε ώρα στοχασμού
σύγνεφα τριανταφυλλένια
μες στων βάλτων τη σαπίλα.
Κυπαρίσσια λυπημένα,
φάντασμα του πόνου ορθό,
ίσια, ασάλευτα, γραμμένα
κατεβήκανε σε μένα
κι είδαν φώτα μαγεμένα
μες στο μαύρο μου βυθό.
Λαύρα αποκοιμιούνται πάθη
νανουρίζεται ο καϋμός
στων ονείρων μου τα βάθη.
Τρέμουν μέσα μου άστρα πλήθια,
πλάνη γίνεται η αλήθεια
και το ψέμα λυτρωμός.
Είμαι το νερό. Κοιμίζω
μέσα μου ουρανούς.
Κόσμους βλέπω. Θεούς γνωρίζω.
Σαν αγάπη καθρεφτίζω
και στοχάζομαι σα νους!