Κάποτε, ζούσε σε μια χώρα ένας ηλικιωμένος συγγραφέας. Κάθε μέρα έγραφε άρθρα σε μια εφημερίδα. Στη χώρα αυτή που ζούσε κανείς δεν του ‘δινε σημασία, ούτε πρόσεχαν αυτά που έγραφε. Γι’ αυτό το λόγο ανησυχούσε ο συγγραφέας· όλο και σκεφτόταν πώς να τραβήξει πάνω του το ενδιαφέρον των αναγνωστών.
Ένα βράδυ, καθόταν πλάι στο γραφείο του, πιάνοντας το κεφάλι του με τα δυο χέρια και λέγοντας από μέσα του «τι να κάνω, τι να κάνω». Έπρεπε να γράψει κάτι για την αυριανή εφημερίδα. Όμως τίποτε δεν κατέβαζε το κεφάλι του. Πήρε στο χέρι του την πένα και άρχισε ν’ αραδιάζει στο άδειο χαρτί που είχε μπροστά του κάτι ακαταλαβίστικα σχέδια. Κάνοντας άθελα αυτά τα σχέδια, σκεφτόταν από την άλλη μεριά το θέμα. Κάθε φορά που δεν του κατέβαινε καμιά ιδέα για γράψιμο, όλο αυτό έκανε. Έτσι χωρίς να το καταλάβει σχεδίασε ένα καράβι με πανιά. Ύστερα έγραψε τ’ όνομά του. Ξανάγραψε τ’ όνομά του. «Τι να γράψω αύριο»» ξανασκέφτηκε. Άρχισε πάλι να γράφει τ’ όνομά του με κεφαλαία.
Αφού γέμισε με μουντζούρες το χαρτί που είχε μπροστά του, το πέταξε νευριασμένος. Μετά πήρε ένα άλλο χαρτί και άρχισε να κάνει κύκλους. Κατόπι σχεδίαζε αστράκια. Έφτιαξε με κόπο ένα «Φ». Όπως και τ’ άλλα σχέδια, έτσι άσκοπα χάραξε κι αυτό το «Φ», χωρίς να το θέλει. Ύστερα, δίπλα σ’ αυτό το «Φ» έβαλε ένα «Α». Πιο ύστερα, με πολλή αδεξιότητα έκανε έναν ήλιο και μια καρδιά. Άρχισε ν’ αραδιάζει πάνω στο χαρτί διάφορα ψηφία, απ’ εδώ κι απ’ εκεί. Ένα «Φ», ένα «Α», ένα «Ν»» Ύστερα ένα «Τ», ένα «Ι»»
«Τι να κάνω, τι να κάνω»», είπε πάλι από μέσα του. Έπρεπε να γράψει κάτι, ώστε να πει ο κάθε αναγνώστης:
«Άσκολσουν στον ερίφη, ωραία το ‘γραψε!»»
Πάνω στο χαρτί έγραψε ένα «Κ», ύστερα ένα «Ο». Ύστερα σχεδίασε κάτι σαν αλογοουρά.
Καθώς σκεφτόταν «τι να γράψω»» ένιωσε σαν να ξύπνησε από τη νάρκη του. Έτσι, νιώθοντας μισοξύπνιος, έβαλε τα γράμματα που είχε σημειώσει εδώ κι εκεί στο χαρτί, το ένα δίπλα στο άλλο, και άρχισε να διαβάζει: Φ-Α-Ν-Τ-Ι-Κ-Ο.
Άλλη μια φορά διάβασε:”Φαντίκο»
«Να, το βρήκα!»» ξεφώνισε με χαρά.
Τελικά είχε βρει αυτό που θα ‘γραφε στην εφημερίδα. Πήρε ένα καθαρό χαρτί. Έγραψε την επικεφαλίδα «Φαντίκο». Όλη η δυσκολία ήταν ώσπου να βρει το θέμα.
Το άρθρο με τον τίτλο «Φαντίκο», έκανε μεγάλη εντύπωση την άλλη μέρα. Όλοι μιλούσαν για το «Φαντίκο», που κατά τα φαινόμενα, ήταν κάτι το πολύ κακό.
Ρωτούσε ο ένας τον άλλον, αν διάβασε για το «Φαντίκο». Κι όσοι δεν το είχαν διαβάσει, έψαχναν να βρουν την εφημερίδα και το διάβαζαν.
Αυτό που τον λεν «Φαντίκο» ήταν κάτι το φοβερό. Τι ακριβώς ήταν, κανείς δεν ήξερε· αναρωτιόνταν όλοι και έλεγε ο ένας τ’ αλλουνού: «Τι είναι το ‘Φαντίκο’;» Και κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Όμως, το μόνο που καταλάβαιναν οι αναγνώστες από τα γραφόμενα, ήταν, μα την αλήθεια, αυτό: το «Φαντίκο» θα έπρεπε να είναι πολύ κακό, μα πολύ φριχτό πράμα.
Ύστερα από τρεις μέρες, ο συγγραφέας έγραψε στην εφημερίδα του άλλο ένα άρθρο με τον χτυπητό τίτλο «Τι είναι το Φαντίκο;» Ήταν ένα άρθρο που σκορπούσε το φόβο σ’ αυτούς που το διάβαζαν. Οι «Φαντικοϊστές» ήταν, λέει, πολύ επικίνδυνοι άνθρωποι. Γκρέμιζαν κι έφερναν καταστροφή, όπου κι αν πήγαιναν. Αυτοί ήταν χειρότεροι κι από το διάβολο!»
Ο συγγραφέας εκείνος μέσα στο μήνα έγραψε έξι άρθρα για το «Φαντίκο», το «Φαντικοϊσμό» και τους «Φαντικοϊστές». Μεγάλο, πρωτοφανέρωτο ενδιαφέρον προκάλεσαν τ’ άρθρα αυτά.
Βλέποντας και άλλοι συγγραφείς το ενδιαφέρον του κόσμου, άρχισαν να γράφουν παρόμοια άρθρα πάνω στο θέμα «Φαντίκο». Τέτοιους τίτλους είχαν τα άρθρα αυτά: «Ανάθεμα στους Φαντικοϊστές», «Ελεεινοί Φαντικοϊστές», «Θάνατος στους Φαντικοϊστές».
Από μέρα σε μέρα, σ’ εκείνη τη χώρα, απλωνόταν ο φόβος του «Φαντίκο», και η φήμη αυτουνού που για πρώτη φορά ξεσκέπασε το «Φαντίκο» μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Τον μεγαλώνυμο συγγραφέα τον λογάριαζαν πια σαν σωτήρα.
Αν δεν ήταν αυτός που πρωτοφανέρωσε το φοβερό κίνδυνο, κανείς δεν θα υποψιαζόταν το τρομερό φίδι που ζεσταινόταν στον κόρφο τους.
Το είχαν χωνέψει πια, ότι το «Φαντίκο» είναι πιο καταστροφικό και από το χτικιό, κι από τη χολέρα, κι από τον τύφο. Μακάρι να σταματούσε εκεί το κακό. Πάνω απ’ αυτά, το «Φαντίκο» ήταν μια κολλητική αρρώστια. Μέσα σε χίλιους νοματέους να ‘μπαινε ένας «Φαντικοϊστές». Για να γίνει αυτό, έφτανε να χασμουριστεί ή να πάρει την ανάσα του. Αν τυχόν φταρνιζόταν, όχι χίλιους, μα δέκα χιλιάδες, δεν ήταν τίποτε να τους μολύνει στη στιγμή. Γι’ αυτό, όπου έβλεπαν «Φαντικοϊστές», έπρεπε, προτού να πάρουν αυτοί ανάσα, προτού ανοίξουν ακόμα το στόμα τους, δίχως να τους δοθεί καιρός να βήξουν ή να φταρνιστούν, να χιμήξουν αμέσως οι άλλοι πάνω τους, να λιώσουν το κεφάλι τους, να σκορπίσουν τα μυαλά τους, και ύστερα να τους κάψουν, να τους κάνουν στάχτη. Και μόνο με το κάψιμο των «Φαντικοϊστών» δεν τελείωνε η δουλειά, δεν σωζόταν η κατάσταση. Έπρεπε να μαζέψουν τη στάχτη τους, να τη ρίξουν στο βυθό της θάλασσας, να τη σκορπίσουν στους τέσσερες ανέμους.
Πια σ’ αυτή τη χώρα, ο καθένας ήταν όλος αφτιά και μάτια περιμένοντας τι θα βγει ακόμα από την πένα του ένδοξου εκείνου συγγραφέα, που πρώτος ανακάλυψε τον κίνδυνο του «Φαντίκο». Ενάντια στον κίνδυνο του «Φαντίκο», νέοι και γέροι, μικροί και μεγάλοι, άρρωστοι και γέροι, άντρες και γυναίκες, όλοι μαζί κι ο καθένας χωριστά, ήταν άγρυπνοι, στο πόδι.
Μια μέρα, ο ξακουστός συγγραφέας έγραψε ένα άρθρο: «Πώς μπορούμε να προφυλαχτούμε από το Φαντίκο». Σύμφωνα μ’ αυτό το άρθρο, για να προφυλαχτεί κανείς από το «Φαντίκο», έπρεπε περπατώντας στο δρόμο να σέρνει τα βήματά του, να κουνάει πάντα το κεφάλι του και συχνά ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Όσο πιο πολύ κανείς ανοιγόκλεινε τα μάτια του και έκανε να τρέμει το κεφάλι του, τόσο καλύτερα προφυλαγόταν από το «Φαντίκο».
Όσοι δεν έκαναν τις παραπάνω κινήσεις, αυτοί ήταν οι «Φαντικοϊστές».
Ο καθένας παρακολουθούσε τον άλλο· όποιος δεν συμμορφωνόταν, ήταν αιρετικός και χιμούσαν πάνω του. Ο καθένας πια από το φόβο του, για να την του κολλήσουν τη ρετσινιά αυτή περπατούσε σέρνοντας τα πόδια του ασταμάτητα, ανοιγόκλεινε τα μάτια του κι έκανε να τρέμει το κεφάλι του. Αλλιώς δεν το είχαν σε τίποτα να τον πιάσουν για «Φαντικοϊστή».
Και επειδή όλοι έσερναν τα πόδια τους, απ’ αυτή την αιτία, αργούσαν στις δουλειές τους. Έχαναν τα τραμ, έχαναν το λεωφορείο, έχαναν το τρένο, έχαναν το βαπόρι και οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να προφτάσουν ποτές αυτά που έφευγαν.
Στη χώρα εκείνη, δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει ποιοι ήταν «Φαντικοϊστές» και ποιοι δεν ήταν, γιατί όλοι, από φόβο μη χαρακτηριστούν, σέρναν τα πόδια τους, ανοιγόκλειναν τα μάτια τους. Όμως, ο σοφός συγγραφέας το σκέφτηκε κι αυτό. Για να προφυλαχτούν απ’ το «Φαντίκο» δεν έφτανε να σέρνουν τα πόδια, ν’ ανοιγοκλείνουν τα μάτια, να τρέμει το κεφάλι τους. Γιατί και οι «Φαντικοϊστές» είχαν αρχίσει να κάνουν το ίδιο. Έτσι όπως μπλέχτηκαν τα πράγματα, δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν οι «Φαντικοϊστές» από τους εχθρούς τους. Για τούτο, έγραψε ο σοφός συγγραφέας ότι χρειάζονται και άλλα σημάδια για να ξεχωρίζουν από τους «Φαντικοϊστές»· απ’ τη μια μεριά να λυγάνε το γόνατό τους και απ ‘την άλλη να φωνάζουν «Χούτα – Χάτα – Χουπ!»». Στο εξής, όλοι έτσι έκαναν.
Καμιά φορά μερικοί τα μπέρδευαν και αντί να πούνε «Χούτα – Χάτα – Χουπ!»» έλεγαν «Χάπα – Χούπα – Χαπ!». Τότε τους περνούσαν για «Φαντικοϊστές» και τους πιάνανε. Κατασκόπευε ο ένας τον άλλο. Στη χώρα αυτή, όλο και δυνάμωναν οι φωνές με το «Χούτα – Χάτα – Χουπ» αυτών που ασταμάτητα σέρναν τα πόδια τους, λυγούσαν το γόνατο, τρεμούλιαζαν το κεφάλι, ανοιγόκλειναν τα μάτια. Από το φόβο του ο καθένας να μην χαρακτηριστεί «Φαντικοϊστής», ξελαρυγγιαζόταν ξεφωνίζοντας «Χούτα – Χάτα – Χουπ». Αντηχούσαν στα βουνά και στα λαγκάδια και ολοένα δυνάμωναν οι φωνές αυτές.
Μια μέρα, ο σοφός συγγραφέας θύμωσε με τον ταβερνιάρη, όπου πήγαινε κάθε βράδυ και τα έπινε, γιατί του ζήτησε να ξοφλήσει τα παλιά βερεσέδια. Έγινε μπαρούτι και άρχισε να φωνάζει:
«Να ένας ‘Φαντικοϊστής’, πιάστε τον!»
Ο ταβερνιάρης, που τον είχαν πιάσει στο μεταξύ, όλο και παρακαλούσε:
«Μα τω Θεώ, δεν είμαι ‘Φαντικοϊστής’.»
Κανείς όμως δεν το άκουγε. Ο ταβερνιάρης πάλι παρακαλούσε:
«Δικαιοσύνη ζητώ, λίγο νισάφι. Εγώ ‘Φαντικοϊστής’; Από τότε που βγήκε αυτή η ομάδα, εγώ ούτε ένα δάχτυλο δεν σήκωσα το πόδι μου από χάμω. Περπατώ σέρνοντας τα πόδια μου. Σε κάθε βήμα λυγίζω το γόνατό μου. Χωρίς να σταματήσω κουνάω σαν παλαβός το κεφάλι μου. Ακόμα και τη νύχτα, σαν κοιμάμαι, στο σκοτάδι ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Εξόν απ’ αυτά, σαν τα βατράχια φλυαρώ φωνάζοντας όλο, χωρίς να πάρω την ανάσα μου, ‘Χούτα – Χάτα – Χουπ’!»
Πήγαν και του τα είπαν όλα του σοφού συγγραφέα.
«Μην το πιστέψτε τον κατεργάρη», τους λέει. «Αυτοί οι ‘Φαντικοϊστές’ μπαίνουν παντού.»
Η μόδα εξαπλώθηκε σ’ όλη τη χώρα. Ο καθένας σπιουνεύοντας τον άλλο για «Φαντίκο» έκανε με σιγουριά τη δουλειά του. Οι σπιτονοικοκύρηδες για να πετάξουν έξω τους νοικάρηδες και να νοικιάσουν πιο ακριβά το σπίτι τους κολλούσαν τη ρετσινιά: Αυτός είναι «Φαντικοϊστής». Και οι νοικάρηδες που ήθελαν να καθίσουν τζάμπα, έλεγαν κι αυτοί με τη σειρά τους: Αυτός είναι «Φαντικοϊστής». Ο μπακάλης στο μουστερή του και ο μουστερής στον μπακάλη πετούσαν ο ένας του άλλου: «Είσαι Φαντικοϊστής». Για να σώσει ο καθένας το τομάρι του, προτού τον προλάβει ο άλλος, τον κάρφωνε με την καταγγελία: «Αυτός είναι ο Φαντικοϊστής». Κερδισμένος έβγαινε όποιος προλάβαινε. Έτσι στη χώρα αυτή ο χαφιεδισμός έδινε και έπαιρνε.
Ήρθε και η σειρά του σοφού συγγραφέα. Κάποιος έριξε τον πόντο: κι αυτός είναι «Φαντικοϊστής». Τα χρειάστηκε ο άνθρωπός μας. Δεν ήξερε τι να κάνει. Αν έλεγε: Δεν υπάρχει «Φαντικοϊσμός», είναι δικό μου παραμύθι, τι γινόταν η «σοφία» του; Αν πάλι αποτολμούσε να πει: Ναι, είμαι «Φαντικοϊστής» δεν θα του έμενε ρουθούνι»
Άρχισε να τσεβδίζει: «Εγώ, εγώ Φαντικοϊστής; Εγώ, ε; Εγώ»» Όλο μιξόκλαιγε. Ύστερα λύγισε τα γόνατά του, άρχισε ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια του, να τρεμουλιάζει το κεφάλι του και να φωνάζει «Χούτα – Χάτα -Χουπ. Χούτα – Χάτα – Χουπ»