Το Αλβανικό Πρόβλημα στη νεώτερη Ιστορία του Ελληνισμού
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τον Πολύβιο και το Στράβωνα, στα όρια της Ηπείρου κατά τους ιστορικούς χρόνους, διαβιούσαν ορεσίβιοι πληθυσμοί, οι οποίοι, ως προς τον τρόπο ζωής τους που είχε ως οικονομική βάση την κτηνοτροφία, παρουσιάζουν αρκετά κοινά σημεία με τους Βλάχους των νεωτέρων χρόνων. Το μεγάλο λιμάνι του Ωρικού (το Ωρικόν ή Ωρικός), πολύ κοντά προς τον σημερινό Αυλώνα, θεωρούνταν η αρχή της Ελλάδος. Από τους αρχαιότατους ιστορικούς χρόνους, επομένως, υποδεικνύονται τα όρια ολόκληρης της Ηπείρου, ως απαρχής της Ελλάδας.
Αυτή η ενιαία και αδιαίρετη Ήπειρος αποτέλεσε κατά τους ιστορικούς χρόνους ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και έφθασε σε τέτοιο βαθμό ισχύος, ώστε ο διάσημος βασιλιάς της Πύρρος να αναλάβει την ατυχή εκστρατεία εναντίον της Ρώμης, αφού προηγουμένως φιλοδόξησε να κατακτήσει ολόκληρη την Ιταλία, τη Σικελία και τη Βόρεια Αφρική, έχοντας στο στρατό του και δύναμη 20 ελεφάντων.
Στα νεώτερα χρόνια, τον Οκτώβριο μήνα του 1912 εξερράγη ο Α Βαλκανικός Πόλεμος. Οι Αλβανοί δεν θέλησαν να λάβουν μέρος σ αυτόν μαζί με τα άλλα 4 χριστιανικά έθνη των Βαλκανίων, αντίθετα οι Τουρκαλβανοί πολεμούσαν ολοφάνερα στο πλευρό της Τουρκίας για τη διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, και επιπλέον αγωνίζονταν έτσι για την καταδυνάστευση των χριστιανικών λαών της Χερσονήσου του Αίμου. Στο δε Μπιζάνι Ιωαννίνων, που στοίχισε τόσες και τόσες θυσίες στον Ελληνικό στρατό μέχρι να πέσει (21/2/1913), οι Τουρκαλβανοί ήταν εκείνοι που μάχονταν σκληρά και με ακαταμάχητο πείσμα εναντίον του Ελληνικού στρατού. Η εφημερίδα «Νέα Ημέρα» των Αθηνών στις 28 Φεβρουαρίου 1913 δημοσιεύει δηλώσεις Αλβανών, οι οποίες αποκαλύπτουν τη στάση τους: «Οι κατά των Ελλήνων, Μαυροβουνίων και Σέρβων πολεμούντες είναι Αλβανοί ως επί το πλείστον…». Ο Αλβανός πολιτικός και επίσκοπος της Αλβανικής Εκκλησίας Θεοφάνης Μαυρομμάτης (Φαννόλη) που μετέβη εκείνη την περίοδο επίτηδες από τη Βοστώνη στην Τεργέστη, γράφει: «Δεν είναι Τούρκοι εκείνοι που αγωνίζονται εις τα Ιωάννινα και τη Σκόδρα, αλλά Αλβανοί».
Στις 4-7 Δεκεμβρίου 1912 ο Ελληνικός στρατός με μια σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στο Ηπειρωτικό Μέτωπο κατέλαβε την Κορυτσά και συνεχίζοντας τη νικηφόρα πορεία του έγινε κύριος του Αργυροκάστρου και της Κλεισούρας στις 3 Μαρτίου 1913 και κατέλαβε το Τεπελένι, φθάνοντας στη συνέχεια μέχρι το Μπεράτι.
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση με το άρθρο 5 της συνθήκης του Λονδίνου (30 Μαΐου 1913) καθώς και το άρθρο 15 της ελληνοτουρκικής συνθήκης των Αθηνών (14 Νοεμβρίου 1913) είχε δεσμευτεί να εναποθέσει στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις το ζήτημα της επιλύσεως των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις στις 31 Ιανουαρίου 1914 ανήγγειλαν στην Ελλάδα την απόφασή τους να της παραχωρήσουν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εκτός από την Ίμβρο, την Τένεδο και το Καστελλόριζο, τα οποία θα παρέμεναν Τουρκικά, αλλά με τον απαράβατο όρο ότι: 1. Τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν από τη Βόρειο Ήπειρο. 2. Δεν θα αντέτασσαν καμμιά αντίσταση, ούτε θα ενθάρρυναν το ντόπιο Ελληνικό στοιχείο να εναντιωθεί στις αποφάσεις τους. Εν κατακλείδι, η διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων κατέληγε λέγοντας ότι: 3. Ο Ελληνικός στρατός έπρεπε να έχει αποχωρήσει από τη Βόρειο Ήπειρο ως τις 31 Μαρτίου 1914. Η ελληνική απάντηση στη διακοίνωση αυτή δόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1914 και η Ελληνική Κυβέρνηση δεσμευόταν, εκτός των άλλων, να μην αντιδράσει και να μην υποστηρίξει ή ενθαρρύνει οποιαδήποτε γηγενή ελληνική αντίσταση στη Βόρειο Ήπειρο. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τον Ελληνισμό των τριών νησιών και για τους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου καθώς και τη διακοπή κάθε συνεχιζόμενης προσπάθειας για την καταδίωξη του ελληνικού στοιχείου. Με αυτές τις εξελίξεις στο προσκήνιο, άλλη επιλογή από την ένοπλη αντίσταση δεν υπήρχε, επομένως, για τον γενναίο λαό της Β. Ηπείρου.
Η επίμονη και ισχυρή αντίσταση που ανέπτυξαν οι Βορειοηπειρώτες και οι σοβαρές επιτυχίες τους απέναντι στα τετελεσμένα διεθνή γεγονότα άρχισαν βαθμιαία να αποδίδουν θετικά αποτελέσματα. Η Κορυτσά που βρισκόταν στα πρόθυρα της απελευθερώσεώς της, η κατάληψη της Ερσέκας και η άλωση της γεωγραφικής ζώνης Σελένιτσας, Κίναμης, η κυριαρχία του αυτονομιστικού στρατού της Β. Ηπείρου στην περιφέρεια: Μπιθικουκίου-Παναρετίου κλπ., ανησύχησαν τους Αλβανούς ιθύνοντες.
Γι αυτούς, λοιπόν, τους λόγους, οι Αλβανοί προέβησαν σε ένα διπλωματικό ελιγμό και σε συνεργασία με τα μέλη που συγκροτούσαν τη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου, ζήτησαν από τους Βορειοηπειρώτες Έλληνες ανακωχή, την οποία αυτοί απεδέχθησαν. Η ξαφνική μεταβολή της Αλβανικής στάσεως ήταν αποτέλεσμα των Ελληνικών επιτυχιών και του φόβου των Αλβανών για ενδεχόμενη ανατροπή της κατάστασης, όπως είχε διαμορφωθεί από τις Μεγάλες Ευρωπαϊκές Δυνάμεις με το επαχθές για την ελληνική πλευρά Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο παραχωρούσε ολόκληρη τη Βόρεια Ήπειρο στην Αλβανία (Βλ. Κων/νου Βακαλόπουλου, «Ιστορία του Βορείου Ελληνισμού, Ήπειρος», σελ. 862).
Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, το 1943, οι Αλβανοί συνεχίζουν τον πόλεμο εναντίον των Ελλήνων και των Συμμάχων χωρίς διακοπή. Μάλιστα, είχαν σχηματίσει και «Κυβέρνηση των Τσάμηδων της Θεσπρωτίας» με πρόεδρό τους τον περιβόητο Μ. Ντίνο, επέβαλαν Αλβανική διοίκηση, η οποία καθοδηγούσε τη νεολαία των Τσάμηδων «Μιλιτσία» και τα συγκροτημένα ένοπλα τμήματα εναντίον του Ελληνικού πληθυσμού. Επί πλέον, όπως αναπτύσσει στην εξειδικευμένη μελέτη του ο Αλεξ. Παπαδόπουλος: «Στα Ιωάννινα συγκροτούν ειδικό σώμα με γερμανική στολή. Σε αυτό συμμετέχουν και Αλβανοί Τσάμηδες ως αδελφοί Αλβανοί. Από κοινού συνέχισαν τους απηνείς διωγμούς στη Θεσπρωτία και στη Β. Ήπειρο. Το επίσημο όργανο της φιλογερμανικής κυβέρνησης των Τιράνων ομολογεί με περηφάνεια ότι η συνεργασία αυτή Γερμανών-Αλβανών-Αλβανοτσάμηδων προκάλεσε τον εμπρησμό 25.000 σπιτιών και δημιούργησε 100.000 αστέγους κατά τις επιχειρήσεις του Φεβρουαρίου 1944» (Εφημερίς «Bashiimi Kombit 14/3/1944).
«Μετά την απελευθέρωση, οπότε εγκαταστάθηκαν στη Θεσπρωτία οι ελληνικές αρχές (Μάρτιος 1945) κινήθηκε η διαδικασία υποβολής μηνύσεων από ιδιώτες, από υπηρεσίες ασφαλείας κατά πολυαρίθμων μουσουλμάνων Τσάμηδων για όλες τις αδικοπραξίες τους κατά την περίοδο της κατοχής, καθώς και για συνεργασία με τον εχθρό ως δωσίλογων. Το ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Ιωαννίνων, με την υπ. Αριθμ. 344/23/5/1945 απόφασή του κατεδίκασε ερήμην 1930 μουσουλμάνους Τσάμηδες, πολλούς από τους οποίους με την ποινή του θανάτου» (Βλ. Αλεξ. Παπαδόπουλου, «Ο Αλβανικός Εθνικισμός και ο Οικουμενικός Ελληνισμός», εκδ. «Άπειρος Χώρα», Αθήνα 1994, σελ. 116).
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να γίνει μια σύντομη ανασκόπηση του Αλβανικού προβλήματος, σε σχέση με την Ήπειρο και τη Μακεδονία με βάση τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα και φαινόμενα καθώς και τους σημαντικότερους θεματικούς άξονες του εν λόγω προβλήματος:
– Ετυμολογική και ιστορική ανασκόπηση του όρου «Αλβανία» από τον 11ο αι. μ.Χ. ως το 1847.
– Μοναστήρι, Κορυτσά, Μοσχόπολη.
– Προτάσεις για τη ρύθμιση των Ελληνοαλβανικών συνόρων.
– Μητροπολιτικές επαρχίες Δυρραχίου, Βελεγράδων.
– Μεγάλες φυσιογνωμίες της Ελληνικής Ορθοδοξίας, οι Διδάσκαλοι του Γένους, ανακόπτουν τη φοβερή λαίλαπα των εξισλαμισμών.
– Η «προσωπογραφία» του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
– Επαναστατικό κίνημα του 1847
– Οι διαμορφωθέντες φυλετικοί τύποι στην Αλβανία.
– Εθνογραφική σύνθεση των Αλβανών.
– Ο ελληνισμός της Αλβανίας δοκιμάζεται ανελέητα κατά τα έτη: 1856-1875.
– Περιοχές της Άρτας και πολεμικές επιχειρήσεις του 1854.
– Το επαναστατικό κίνημα στην Ήπειρο και την Αλβανία στα 1878.
– Οι Αλβανοί θεμελιώνουν τη θεωρία τους για τη «Μεγάλη Αλβανία» με πλαστογραφημένες ενδείξεις και «ιστορικές» φαντασιώσεις.
– Το Επαναστατικό κίνημα του Γκιουλέκα το 1847.
– Ο Ελληνισμός της Ηπείρου και της Αλβανίας στο έσχατο όριο της εξουδετερώσεώς του, στα 1878-1912.
– Με πρωτεργάτες την Ιταλία και την Αυστρία χάνεται για την Ελλάδα η περιοχή της Σπαθίας (Μοσχόπολη).
– Οι παράλογες διεκδικήσεις των Αλβανών φτάνουν ως τη Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα. Ο οπλαρχηγός καπετάν Λάκης Νταηλάκης («προσωπογραφία» του).
– Η Βόρεια Ήπειρος γίνεται Ελληνικό έδαφος με νόμιμη στρατιωτική κατάληψη, αλλά τα ισχυρότερα ευρωπαϊκά κράτη αφαιρούν από την Ελλάδα τη Βόρεια Ήπειρο.
– Η μάστιγα του εξισλαμισμού κάμπτεται στο χώρο της Δροπόλεως του Αργυροκάστρου. Καταστροφή καθεδρικού ναού στην Κορυτσά. Βάναυσος σφαγιασμός των δικαίων του Ηπειρωτικού Ελληνισμού.
– Το «δίκαιο» εναρμονίζεται με τις θελήσεις της Ιταλίας και της Αυστρίας: εξέγερση του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού (Συνταγματάρχης Σπύρος Σπυρομήλιος).
– Πανελλήνιος ξεσηκωμός στο πλευρό του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού (σύμβολο: η μονή της Παναγίας στην Αρχαία Απολλωνία).
– Οι δεσμεύσεις της Ελληνικής κυβέρνησης και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας
– Χαμένες ευκαιρίες για την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα.
– Ιστορικές μνήμες Βυζαντινής Βορείου Ηπείρου: το κάστρο του Βερατίου κτισμένο από το Μιχαήλ Κομνηνό Δούκα το 13ο αιώνα.
– Μαρτυρίες Ελληνικές, ξένες και Αλβανικές για την ανθελληνική δραστηριότητα της Αλβανίας κατά το 1940-1941.
– Ελληνικά Ορθόδοξα Μοναστήρια στην Αλβανία.
– Αλβανικές ωμότητες εις βάρος του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου στο διάστημα 1941-1943.
– Χάρτης της Τσαμουριάς που καταχωρείται από τους Ιταλούς στην Αλβανία.
– Η Αλβανία γίνεται Ιταλική επαρχία με τη θέλησή της κατά το β΄παγκόσμιο πόλεμο.
– Κοσμάς ο Θεσπρωτός και ο χάρτης του της Ηπείρου.
– Οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας και το αβυσσαλέο μίσος τους κατά της Ελλάδας.
– Ιταλική και Αλβανική συνεργασία για την εξόντωση του Ελληνισμού της Β. Ηπείρου. Χαριστική βολή του ΕΛΑΣ σε βάρος του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού
– Μαρτυρίες και αποδείξεις για την προσπάθεια εξόντωσης του Ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου εκ μέρους των Αλβανών: Το πρόβλημα της Τσαμουριάς.
Οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, ενώ στην ουσία ήταν τουρκικής προελεύσεως και έπρεπε κατά τη συνθήκη της Λωζάννης (1923) να περιληφθούν κι αυτοί στη ρήτρα περί ανταλλαγής πληθυσμών, όπως έγινε με δεκάδες χιλιάδες άλλους μουσουλμάνους, με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε αδιάλλακτους εχθρούς του Ελληνισμού. Οι περισσότεροι από αυτούς πίστευαν ότι ήταν Τούρκοι και ήθελαν να συμπεριληφθούν στην ανταλλαγή των πληθυσμών. Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν συνέβη. Ο ιδεολογικός καθοδηγητής της Αλβανικής επεκτατικής, εθνικιστικής κίνησης, ο διαβόητος Φάτο Μέτο Ράπα, συνεργάτης και πράκτορας της τουρκικής ΜΙΤ ισχυρίζεται ότι είναι απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Πύρρου και του Γεωργίου Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Συνεχίζοντας τον ιδεολογικό του «καταιγισμό» καταριέται την ώρα που οι απόγονοι των Ελλήνων -τους οποίους θέλει όλους Αλβανούς- ζουν, προς το παρόν, σκορπισμένοι έξω από τα προσωρινά Αλβανικά σύνορα, δηλαδή στην Τσαμουριά, καθώς και στα Αλβανικά εδάφη που κατέχουν οι Σλαβομακεδόνες και οι Σέρβοι. Όμως «βαυκαλίζεται» με την ιδέα ότι «μια μέρα θα ξαναενωθούν και θα δημιουργηθεί έτσι η ανεξάρτητη «Μεγάλη Αλβανία» εντός των ορίων που αναφέρθηκαν, δηλ. Κοσσυφοπέδιο, Κωνσταντινούπολη, Πελοπόννησο». Ακολούθως καταλήγει: «Η Τσαμουριά είναι μια από τις αρχαίες Αλβανικές περιοχές, όπου διατηρείται η Αλβανική γλώσσα, ο αλβανικός πολιτισμός, η αλβανική παράδοση και σήμερα αποτελεί την πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων (όπως και το Κόσσοβο) από όπου μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ξεσπάσει ένας πόλεμος, ο οποίος θα επεκταθεί σ ολόκληρη την Ευρώπη» (Εφημερίς “Bashikimi Kombit, 26/6/1996).
Το δυσάρεστο είναι, όμως, ότι τους αναφερθέντες ισχυρισμούς, που είναι οπωσδήποτε παράλογοι, ανιστόρητοι και υπερφίαλοι, δεν τους υποστήριζε μόνο ο εν λόγω πράκτορας της ΜΙΤ αλλά και πολλοί άλλοι αλλόφρονες, θερμοκέφαλοι Αλβανοί που πρεσβεύουν τις ίδιες απόψεις, μεταξύ των οποίων και η Αλβανική εφημερίδα Rilindia=Αναγέννηση. Αυτή, το Μάιο του 1996, διατείνονταν: «Η Τσαμουριά είναι το νότιο μέρος της Αλβανίας, το οποίο έχει καταληφθεί από τους Έλληνες. Από την ημέρα της ίδρυσής του το Ελληνικό κράτος ζητούσε να καταλάβει την Τσαμουριά, η οποία ήταν αρχαίο ιλλυρικό μέρος και ονομαζόταν Θεσπρωτία. Οι Θεσπρωτοί ήταν μια από τις κυριότερες φυλές της Ηπείρου. Η Τσαμουριά όλους τους ιστορικούς χρόνους κατοικούνταν από Αλβανούς…». Σ άλλη, εξ άλλου, παράγραφο, η ίδια εφημερίδα συμπληρώνει: «Η Βαλκανική Χερσόνησος ανήκει στην Ιταλία και η Τσαμουριά είναι το νότιο μέρος της Κάτω Αλβανίας και σήμερα βρίσκεται υπό την κατοχή της Ελλάδας. Φθάνει προς βορράν ως τα όρη Νεμέρτσκα, Μουρκάνα, Στουγάρες, Τσαμαντά και την Κονισπάλη. Ανατολικά φθάνει στην Κόνιτσα και τις περιοχές των Ιωαννίνων. Νότια, στην Άρτα και την Πρέβεζα. Δυτικά στη θάλασσα του Ιονίου». Και για να καλύψει τα εγκλήματα των Αλβανοτσάμηδων κατά τη διάρκεια της Ιταλογερμανικής κατοχής σε βάρος του ελληνικού στοιχείου, η ίδια εφημερίδα, τρόπον τινά, ομολογεί και παραδέχεται την ανθελληνική τους δράση, ισχυριζόμενη ότι: «Ο λαός της Τσαμουριάς δε συνεργάστηκε με τους Γερμανούς. Ο στρατηγός Ζέρβας χρησιμοποίησε τα πιο βάρβαρα μέσα για την εξόντωση του λαού της Τσαμουριάς, τον Ιούνιο του 1944. Ο Ζέρβας ζήτησε από τους επικεφαλής των Τσάμηδων να τον βοηθήσουν στον αγώνα εναντίον των αντιπάλων του κι αυτοί αρνήθηκαν να λάβουν μέρος σ αυτό τον αγώνα. Οι Τσάμηδες έφυγαν για να γλιτώσουν το μακελειό. Πέρασαν από τα Ελληνικά σύνορα γύρω στις 45.000, οι οποίοι στεγάστηκαν στον τόπο μας (δηλαδή την Αλβανία). Τους Τσάμηδες τους διώξανε κατηγορώντας τους αβάσιμα σαν εγκληματίες στην υπηρεσία κατακτητών ναζιστών…» Γι αυτό, προτείνει ο αρθρογράφος, πρέπει οι Αλβανοί να ζητήσουν τον επαναπατρισμό αρχικά 40.000 Τσάμηδων από τους 150.000 που βρίσκονται στην Αλβανία.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Ιστορικός-Φιλόλογος (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας)
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων