Όποιοι θέλουν μπορούν να θεωρούν την Ελληνική ως οριακή γλώσσα και όποιοι θέλουν μπορούν να τη θεωρούν ως υπερβατική… Κατά τη γνώμη μου κι αυτοί, κι όχι μόνο οι γλωσσολόγοι, σχετίζονται αμέσως με τα γλωσσικά ζητήματα και δικαιούνται να έχουν άποψη για την πορεία της ελληνικής γλώσσας. Αν αυτή η άποψη διαφέρει από πολλές άλλες, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι όλοι έχουν δικαίωμα στη διαφορά.
Τα πολυάριθμα δημοσιεύματα, επιστημονικά και εκλαϊκευμένα για την ελληνική γλώσσα είναι ενδεικτικά πολύ διαφορετικών απόψεων, οι οποίες ήδη ιχνηλατούνται και στους χώρους των απολύτως ειδικών μα και στους χώρους των πολιτών που καθημερινά και βιωματικά έρχονται σε επαφή με τη γλώσσα και τις κρατικές πολιτικές γι’ αυτή.
Η ακόλουθη θέση ειδικής ερευνήτριας και προσωπικότητας διεθνούς κύρους με τιμά αφάνταστα να την αναφέρω, να την αποδέχομαι και να τη διαδίδω. Η καθηγήτρια J. de Romilly, με το μοναδικό ύφος της γραφής της, εξαίρει την σημασία των κλασικών γραμμάτων για τον σύγχρονο άνθρωπο (Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΗΜΕΡΑ. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ, ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ της Ε.Ε.Φ, ΠΛΑΤΩΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟΜΟΣ 2, 2003, σ. 24 κ.εξ.): «Ο ελληνικός πολιτισμός παρουσιάζει, πράγματι, το πλεονέκτημα ότι είναι κοινός, σε διάφορες βαθμίδες, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Που, όμως, οφείλεται αυτό το πλεονέκτημα; Τι αντιπροσωπεύει η Ελλάδα; Θα μου ήταν αδύνατο να συνοψίσω εδώ σε λίγες λέξεις αυτό που αποτέλεσε το πάθος ολόκληρης της ζωής μου. Θα ήθελα όμως να πω ότι υπάρχει σε αυτή την αξιοθαύμαστη, περίτεχνη, απέριττη γλώσσα μία σκέψη καθαρή… Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η ελληνική λογοτεχνία στοχεύει πάντα στο πιο ανθρώπινο, στο παγκόσμιο, σε αυτό που μπορεί να αγγίξει πέρα από τα σύνορα και τις όποιες διαφορές».
Ανήκω στη γενιά που βίωσε την κατάργηση των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο 3τάξιο γυμνάσιο και την ταυτόχρονη εισαγωγή του μονοτονικού. Το πρώτο μέτρο, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο, με ωφέλησε σημαντικά, καθώς μου έδωσε τη δυνατότητα να εντρυφήσω στην ουσία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, χωρίς το περιττό βάρος των γραμματικών και συντακτικών μορφών. Εξάλλου, σ’ αυτές τις μικρές, γυμνασιακές ηλικίες, είναι μεγαλύτερη η ανάγκη των παιδιών για επαφή με τον πλούτο της μητρικής τους γλώσσας απ’ το να απομνημονεύουν στείρους, πνευματοκτόνους τύπους νεκρών γλωσσών. Η δεκαεννιάχρονη εμπειρία μου και ως φιλολόγου σ’ αυτό το συμπέρασμα με έχει οδηγήσει. Ως προς το δεύτερο μέτρο που σημάδεψε τα γυμνασιακά μου χρόνια έχω τις ενστάσεις μου που όμως δεν είναι, τουλάχιστον από άποψη επιστημονική και γλωσσολογική, ιδιαίτερα ισχυρές. Είναι περισσότερο ψυχολογικής και αισθητικής φύσης.
Πέρα απ’ αυτά, η λειτουργικότητα, η αμεσότητα, η ποικιλία και ο λεξιλογικός πλούτος της νέας ελληνικής γλώσσας, όταν ήδη έχουν κατακτηθεί από τον μαθητή που εισέρχεται στο Λύκειο, είναι η καλύτερη βάση, το σταθερότερο εφαλτήριο για να επέλθει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η εξοικείωση με την αρχαία μορφή και εκδοχή της γλώσσας. Στην περίπτωσή μου, όπως και σε πολλές άλλες, οι παραπάνω παράγοντες λειτούργησαν επαρκώς, ώστε εν τέλει να καταλήξω να ασχοληθώ με τη Βυζαντινολογία, κλάδο που απαιτεί πολύ καλή χρήση και κατανόηση του «κλασσικού» λόγου και της αρχαίας γραμματείας από τον Όμηρο μέχρι τον Προκόπιο και μέχρι τον Μιχαήλ Ψελλό και τον Δούκα ή τον Φραντζή.
Η συστηματική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών σε συνδυασμό με την αντίστοιχη των νέων ελληνικών ενδυναμώνουν και εμπλουτίζουν τη γλωσσική μας συνειδητότητα. Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, ιδιαίτερα οι φιλόλογοι μα και κάθε σκεπτόμενος Έλληνας που σέβεται και θαυμάζει το μεγαλείο, το απέραντο πεδίο, επιστημονικό και ποιητικό, της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας μας, τις ευθύνες που μας “βαρύνουν”. Όπως οι ευρωπαίοι εταίροι μας αναδεικνύουν με πραγματικό πάθος τα στοιχεία που συνθέτουν την πολιτιστική τους κληρονομιά (μάλιστα τα αξιοποιούν εμπορικά και τουριστικά μ έναν αξιομίμητο τρόπο, όπως διαπίστωσα, ιδίοις όμμασιν, σε πολύ πρόσφατο ταξίδι μου στη Σκανδιναβία, στην οποία η πνευματική και εν γένει πολιτιστική κληρονομιά των Βίκινγκ “αποθεώνεται” δημιουργικά), έτσι κι εμείς ας πάψουμε τους νοερούς και “φυσικούς” εμφυλίους στους οποίους εμπλεκόμαστε, ελαφρά τη καρδία, κι ας δουλέψουμε, ο καθένας εφ ω ετάχθη για την “ανάνηψη”, υλική και προπάντων ηθική και πνευματική πρόοδο της Ελλάδας.
Όποιος έχει το χρόνο και τη διάθεση μπορεί να εντρυφήσει. Ενδεικτικά αναφέρω πως στο έργο «Σύντονη ιστορία της Ελληνικής Γλώσσης» του διάσημου γλωσσολόγου Α. Meillet, υποστηρίζεται µε σθένος η εξαιρετικότητα της Ελληνικής έναντι των άλλων γλωσσών. Παράλληλα, ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας Ζακ Λακαρριέρ είχε δηλώσει: «Στην Ελληνική υπάρχει ένας ίλιγγος λέξεων, διότι µόνο αυτή εξερεύνησε, κατέγραψε και ανέλυσε τις ενδότατες διαδικασίες της οµιλίας και της γλώσσης, όσο καµία άλλη γλώσσα.» Κι ο μεγάλος Γάλλος διαφωτιστής Βολταίρος είχε πει «Είθε η Ελληνική γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών».
Για να μάθετε για την Αμαλία Κ. Ηλιάδη κάντε κλικ εδώ.