Βασανίζω, καταπονώ, ταλαιπωρώ
✍️ Ετυμ.
❗️Ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα *tru-, που με την σειρά της είναι συγγενής με την *tere- με τη σημασία του σχίζω, διαπερνώ, τρυπώ.
1 βασανίζω, τυραννώ, καταπονώ, ταλαιπωρώ υπερβολικά κάποιον.
? π.χ. “Τα τελευταία χρόνια μας κατατρύχουν οι φόροι και οι έκτακτες εισφορές”.
? Το “κατατρύχω” συγχέεται με το “κατατρέχω” ενώ διαφέρουν σημασιολογικά : Το “κατατρέχω” είναι σύνθετη λέξη, με συνθετικά την πρόθεση “κατά” και το ρήμα “τρέχω”. Σημαίνει προσπαθώ να βλάψω κάποιον, επειδή διάκειμαι εχθρικά απέναντί του.
? π.χ.: “Μερικοί συνάδελφοι τον κατατρέχουν, με αποτέλεσμα να βρίσκεται συχνά εκτεθειμένος”
Ζαχαρή Σοφία – Φιλόλογος
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://www.facebook.com/sofiazachari.filologos/