Στης Θωμαής το σπίτι τέτοιες μέρες επικρατούσε μια γλυκιά αταξία…
Αμύγδαλα, καρύδια, μαχλέπια, κακουλέ, αλεύρι μαλακό, αλεύρι Ρομπέν για τσουρέκια…
Πήγαινα κ δεν ήξερα πού να πρωτοδώ…
Μπακλαβάδες, κουραμπιέδες, τσουρέκια μοναδικά… Μυρωδιές πολλές…
Κ αυτός ο μπαμπάς ο ζουμερός που λόγια δεν έχω να τον περιγράψω…
Καθώς την παρακολουθούσα έλεγα βρε μαϊμού πότε θα κάτσεις να μου πεις να γράψω τις συνταγές σου;
…και απαντούσε…
…κ εγώ που θα πάω; τι φοβάσαι μη πεθάνω;
…ναι έλεγα, πεθαμές μυρίζεις…
Και έφυγε… τόσο νωρίς… τόσο γρήγορα…
Κ έμεινε όλο το χωριό να θυμάται τα τσουρέκια κ τις κολοκυθόπιές της…
Κ έμεινα κ εγώ, κάθε βράδυ που ξυπνάω να ταΐσω το Μητσουδιμ, καθώς περιμένω να ζεσταθεί το γάλα, να χάσκω από το παράθυρο της κουζίνας στην αυλή της, μήπως κ τη δω…
Ένα παλιό χαρτί βρήκα, κακογραμμένο, θαρρώ πως ήταν χαρτί από τα Καρέλια πλακέ του θείου Μήτσου με υλικά για κουραμπιέδες…
Ξημερώματα έγινε η δουλειά… Σε ότι γλυκό χρειάζεται μίξερ πάντα μόνο ξημερώματα μπορώ να το κάνω… Γιατί; Γιατί τα μικρά μου μόλις ακούσουν τον ήχο του, έρχονται κ γυρνάνε γύρω γύρω σα τους Ινδιάνους…
Να οι κουραμπιέδες της Θωμαής λοιπόν…
Εύχομαι η μυρωδιά τους να έφτασε εκεί πάνω κ να της γαργάλισε τη μύτη…
Καλημέρα με χαρά…
Λιλίκα
Τόσο το κείμενο όσο και η φωτογραφία που το συνοδεύει είναι της φίλης μας της Λιλίκας και δημοσιεύονται στη Ματιά με την άδειά της.