Όταν κοιτάζω τα παιδάκια κάθε μέρα
στους δρόμους,το πρωί, με του σχολείου τη τσάντα
φτωχοντυμένη μια μικρούλα βλέπω πάντα
με την παλιά της σάκα δίπλα στον πατέρα.
Απ το χεράκι με στοργή τηνε κρατάει
-τόσο κι οι δυο είναι ευτυχισμένοι, καθώς πάνε…
Με πόση αθώα σοβαρότητα μιλάνε!
Το κοριτσάκι ολοένα τον ρωτάει,
και κείνος σοβαρά της λέει, της διηγάται…
Πόσο σοφός είν ο πατέρας! Πόσα ξέρει!
Πόση ασφάλεια νιώθει στο μεγάλο χέρι!
Τίποτε, αν το κρατει, στον κόσμο δεν φοβάται!..
Ξάφνου, του λέει εκείνο: -Σαν θα μεγαλώσω…
-Τότε εγώ πια ένα φτωχός γεράκος θα μαι…
Δε θα μπορώ στα χέρια μου να σε σηκώσω,
και θα μου λες: ακούμπα πάνω μου να πάμε…
Σαν θα ρχονται για να σε παίρνουν έξω οι ξένοι,
μόνος στη σκοτεινή γωνίτσα μου θα μένω…
– Εγώ στην άμαξα μου πάντα θα σε παίρνω!
λέει, έτοιμη η μικρή να κλάψει, κ επιμένει.
Νιώθει μια τέτοια ανυπομονησία, σκάει,
θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα να γίνει,
αν είναι δυνατόν την ώρα αμέσως κείνη,
για να του δείξει πόσο θα τον αγαπάει!..
Κι όπως θερμά τον σφίγγει το λιγνό χεράκι,
ο κουρασμένος νιώθει τόση εμπιστοσύνη!..
Έγινε εκείνος τώρα το μικρό παιδάκι,
και ο προστατευτικός πατέρας είναι εκείνη…