Ο σκληρός δίσκος τα παίξε. Η κεντρική μονάδα του υπολογιστή μου κράσαρε και τώρα βλέπω τον εαυτό μου στο μόνιτορ παραμορφωμένο. Δεν με νοιάζει που μπήκε φθινόπωρο και τα φύλλα κιτρίνισαν. Ούτε που το PC μου κάνει την επανάστασή του. Τόσοι μήνες δουλειάς χωρίς ανάσα, χωρίς καμιά ένδειξη δυσαρέσκειας για ένα καλοκαίρι ουσιαστικά χαμένο στις λέξεις και τα αποσιωπητικά. Έχασα την ταυτότητά μου, τον εαυτό μου μέσα από αυτό το πρότζεκτ. Αναρωτιέμαι γιατί άφησα την μεγαλομανία μου να κυριαρχήσει τα πάντα γύρω μου. Ακόμη και ο Τζόνι βαρέθηκε. Δεν τηλεφωνεί πια. Το κινητό μου ξεχασμένο στο σκρίνιο με άλλα παραφερνάλια σιωπηλός παρατηρητής μιας ανούσιας ζωής. Λέω να βγω λίγο έξω να κάνω ένα τσιγάρο γιατί δεν αντέχω. Ρίχνω μια σμαραγδί ζακετούλα στους ώμους μου και παίρνω τους δρόμους. Δεν με νοιάζει αν τα μαλλιά μου είναι αχτένιστα και το χθεσινό μεϊκάπ έχει ζωγραφίσει μια μουτζούρα γύρω από το πόδι της χήνας σε απόλυτη συμφωνία με το μαύρο μολύβι που μουτζουρώθηκε από το μαξιλάρι. Βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα και τραβώ βιαστικά ένα τυχαία. Αισθάνομαι την νικοτίνη να καίει τα σωθικά μου. Ξαφνικά παρατηρώ τα σύννεφα. Απειλητικά μα και συνάμα γοητευτικά πλησιάζουν το ένα το άλλο, ανταμώνουν και σιγά σιγά καλύπτουν τον κάποτε γαλάζιο ουρανό. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και κοιτώ τους περαστικούς να τρέχουν βιαστικά χωρίς να παρατηρούν τι υπάρχει γύρω τους. Ανάβω και δεύτερο τσιγάρο. Το βλέμμα μου αιχμαλωτίζει ένα μικρό κορίτσι με σοκολατένια μεγάλα μάτια και κατακόκκινα μαλλιά που κάθεται στο διπλανό παγκάκι. Κρατάει μια ακουαρέλα και ένα πορτοκαλί μαρκαδοράκι. Αναρωτιέμαι γιατί είναι μόνο του. Που να ναι η μητέρα του; Τι να ζωγραφίζει άραγε; Σβήνω το τσιγάρο μου και πατώ την γόπα με μια ασυναίσθητα έντονη αμηχανία. Κάνω πως σηκώνομαι να φύγω, κρυφοκοιτώντας τι ζωγραφίζει το παράξενο αυτό κορίτσι. Δύο ανθρωπάκια κρατιούνται χεράκι χεράκι δίπλα στον ήλιο πάνω σε ένα σύννεφο ενώ ένα κοριτσάκι κλαίει κρατώντας ένα μαύρο λουλούδι. Τι θλιβερό! “Γιατί το λουλούδι είναι μαύρο και όχι κόκκινο ή ροζ ;” την ρωτάω αδιάκριτα. Με αφοπλιστική απλότητα μου απαντά “Γιατί ο μπαμπάς και η μαμά είναι στους ουρανούς και εγώ δεν έχω άλλο χρώμα μαρκαδόρο να ζωγραφίσω το λουλούδι”. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Το κορίτσι μάζεψε τα πράγματα του και άρχισε να τρέχει. Εγώ στάθηκα κάτω από την βροχή σε εκείνο το παγκάκι ακούγοντας το ρυθμικό τραγούδι της νεροποντής πάνω στα φύλλα. Ξαφνικά ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Μια φθινοπωρινή μπόρα, τα κίτρινα φύλλα και ένα κορίτσι σε έναν καμβά που αυτή τη στιγμή ζωγραφίζω με χαρούμενα χρώματα θα είναι το εξώφυλλο για το επόμενο βιβλίο που ετοιμάζω με τίτλο “Σοκολατένια Μεγάλα Μάτια”, το οποίο αναμένεται να κυκλοφορήσει το επόμενο φθινόπωρο.
Το πεζογράφημα αυτό, της Σοφίας Κιόρογλου, δημοσιεύεται στη Ματιά με την άδεια της, για την οποία και την ευχαριστούμε πολύ!