«Η δύναμη της μνήμης»
Όσο ξεμάκραινα απ’ τη θλίψη,
γινόμουν σαν την πέτρα.
Όσο ξεμάκραινα απ’ τη θύμηση
η λήθη μ’ εξαφάνιζε.
Όσο πολύ κι αν προσπαθούσα
θλιμμένες θύμησες
μακριά που με τραβούσαν αλυσοδεμένη…
Δεν ήθελα να είμαι σαν την πέτρα.
Ούτ’ ήθελα στη λήθη να βουλιάζω.
Θέλησα να θυμάμαι.
Μάτωσα να κρατήσω ζωντανή τη μνήμη,
μην ξεμακρύνω κι εξαφανιστώ κι εγώ.
Τρίκαλα, 3/8/1997
Το αρχαιοελληνικό ρήμα μέμνημαι συνδέεται νοηματικά με το επίσταμαι, το οποίο σημαίνει πάθος για γνώση και ζωή. Ξεχωριστές γυναίκες στην Αρχαία Ελλάδα με πάθος για ζωή ήταν οι: Αίθρα, Θεμιστόκλεια, Θεανώ, Διοτίμα, Σαπφώ, Υπατία, Σίβυλλες και Πυθίες.
Η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη από γυναίκες που έκαναν σπουδαίες ανακαλύψεις.
Η πιο παλιά που γνωρίζουμε είναι η Ταπούτι-Μπελατεκαλίμ από τη Βαβυλώνα, χημικός και αρωματοποιός του 1200π.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, δεν ήταν η πρώτη που γνώριζε τις ιδιότητες των φυτών. Στις πρωτόγονες κοινωνίες των κυνηγών, οι γυναίκες ήταν αυτές που παρατηρούσαν τα βότανα και πειραματίζονταν με αυτά. Έτσι συνέβαλαν στην ανάπτυξη της γεωργίας και οδήγησαν στην επανάσταση της Νεολιθικής εποχής.
Η ετυμολογική ρίζα της λέξης επιστήμη, προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα επίσταμαι, που σημαίνει γνωρίζω επακριβώς, έχω βεβαία γνώση. Αυτός ο γενικός ορισμός της επιστήμης μας ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο στη μελέτη για τις αρχαίες επιστημόνισες, καθώς και τα επιστημονικά πεδία στα οποία δραστηριοποιήθηκαν. Οι αναφορές στις γυναίκες επιστήμονες της Αρχαίας Ελλάδας, αν και αρκετές, δεν τις αναφέρουν ακριβώς ως επιστήμονες, αλλά περισσότερο ως μορφωμένες γυναίκες του καιρού τους, με αξιώσεις στη γνώση κι ενδιαφέροντα, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιστημονικά.
Αναρωτιέται κανείς, ποια ήταν άραγε τα κοινά τους γνωρίσματα, αν είχαν, από ποιες τάξεις της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας προέρχονταν, σε ποιο μέρος του ελληνικού κοσμοπολιτισμού εμφανίστηκαν περισσότερο και άλλα παρόμοια ερωτήματα είναι αυτά που γεννιούνται στο μυαλό μας. Οι απαντήσεις, όσες μπορούν να βρεθούν και να θεωρηθούν ως αξιόπιστες, είναι ενδιαφέρουσες. Καταρχήν φαίνεται να προέρχονται από όλες τις γωνιές του ελληνικού κόσμου. Οι περισσότερες, είχαν σπουδές πέρα από τη βασική εκπαίδευση. Εκείνες που ανήκαν στην Πυθαγόρειο Σχολή δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, διότι ο Πυθαγόρας έκανε δεκτές γυναίκες στη σχολή του. Ενδιαφέρον επίσης είναι πως ελάχιστες ήταν παντρεμένες και είχαν παιδιά.
Βυζαντινές λόγιες της Ανατολής, μάγισσες και τροβαδούρες του Δυτικού Μεσαίωνα και διανοούμενες Αφροδίτες της Αναγέννησης… Οι Γυναίκες στον «Αιώνα Των Φώτων» και ο ρόλος τους στην «Επιστημονική Επανάσταση» του 17ου-19ου αιώνα… Ο 20ός αιώνας. Σύγχρονες επιστημόνισες–αρχαϊκές προκαταλήψεις και ανδρικές δεισιδαιμονίες…Τα βραβεία Νόμπελ δεν εξασφαλίζουν την ισότητα στην επιστήμη, οι ισχυρές προσωπικότητες και ο αλληλοσεβασμός το κατορθώνουν…
«Η Υπατία ήταν ένα πρόσωπο που χώριζε την κοινωνία σε δύο μέρη: αυτούς που την θεωρούσαν θαύμα του φωτός και αυτούς που την έβλεπαν σαν απόστολο του σκότους»
Elbert Hunnard
Γιατί άραγε οι επιστημόνισες της αρχαιότητας έμειναν στην αφάνεια; Η απάντηση είναι ότι κατά ένα μεγάλο ποσοστό, η έλλειψη στοιχείων οφείλεται στη στάση των αρχαίων κοινωνιών προς «τας πεπαιδευμένας γυναίκας», όπου η γυναίκα αντιμετωπιζόταν πάντα ως η διαφορετική, η διεφθαρμένη ή η περίεργη, που ξέφευγε από την κλασική εικόνα της νοικοκυράς, συζύγου και μητέρας. Όπως λέει ο Ισχόμαχος στο Σωκράτη, στο έργο του Ξενοφώντα «Οικονομικός», σωστή γυναίκα είναι εκείνη που μπορεί να διευθύνει σωστά κάθε τι μέσα στο σπίτι της σαν συνεργάτης του άντρα της. «Ο πλούτος έρχεται στο σπίτι με τον κόπο του άντρα, οικονομείται δε σωστά με τη φροντίδα της γυναίκας», συμπεραίνει.
Κατά ένα μικρότερο μέρος, η άγνοιά μας για τις γυναίκες αυτές οφείλεται και στην καταστροφή διαφόρων ιστορικών μαρτυριών. Άλλωστε, στην εποχή μας η έρευνα σχετικά με το θέμα είναι περιορισμένη και η σημαντικότερη ίσως συμβολή σε αυτήν, είναι η μακρόχρονη κι επίπονη έρευνα του βραβευμένου μαθηματικού Ευ. Σπανδάγου, η οποία χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς σε κάθε αντίστοιχη έρευνα. Κατά γενική ομολογία, η πιο γνωστή μαθηματικός της αρχαιότητας και η πρώτη γυναίκα επιστήμονας της οποίας η ζωή έχει καταγραφεί με λεπτομέρειες φαίνεται να είναι η Υπατία η Αλεξανδρινή ή «Γεωμετρική» (4ος αι. μ.Χ.), με την οποία ξεκινά και η μικρή ιστορική αναδρομή μας.
Πριν από την Υπατία όμως, καταγράφονται και άλλες γυναίκες επιστήμονες, κύρια μαθηματικοί της αρχαιότητας, αυτές που προετοίμασαν το έδαφος για την εμφάνιση της Υπατίας. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, η Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα μ.Χ. ήταν ο χώρος μιας μικρής επιστημονικής αναγέννησης στην οποία έλαμψε η Υπατία, η πιο διάσημη ανάμεσα στις γυναίκες επιστήμονες και φιλοσόφους. Για δεκαπέντε αιώνες η Υπατία θεωρείται ότι ήταν η μόνη γυναίκα επιστήμονας στην ιστορία. Ακόμα και σήμερα συχνά είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στην ιστορία των μαθηματικών και της αστρονομίας. Το ότι η Υπατία ανακατεύτηκε στα πολιτικά θέματα της Αλεξάνδρειας είναι αδιαμφισβήτητο. Ο μαθητής της Ησύχιος ο Εβραίος έγραφε: «Κρατώντας το μανδύα του φιλοσόφου και περπατώντας μέσα στην πόλη, εξηγούσε δημόσια τα γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και άλλων φιλοσόφων σε όλους όσους ήθελαν να ακούσουν… Όλοι ήθελαν να συμβουλευθούν αυτήν πρώτα για τα θέματα διοίκησης της πόλης.»
Στο «Συμπόσιον» του Πλάτωνος, ο Σωκράτης αναφέρεται στη Δασκάλα του Διοτίμα (6ος-5ος αιώνας π.Χ.), ιέρεια στην Μαντίνεια, που υπήρξε Πυθαγόρεια και γνώστρια της πυθαγόρειας αριθμοσοφίας. Κατά μαρτυρία του Ξενοφώντα, η Διοτίμα δεν ήταν άπειρη των πλέον δυσκολονόητων γεωμετρικών θεωρημάτων.
Και ο Πλάτων είχε τη δική του Πυθαγόρεια δασκάλα, την Περικτιόνη, που ήταν φιλόσοφος, συγγραφέας και μαθηματικός, ενώ διάφορες πηγές την ταυτίζουν με την Περικτιόνη, την μητέρα του και κόρη του Κριτία. Ο Πλάτων, οφείλει την πρώτη γνωριμία του με τα μαθηματικά και την φιλοσοφία στην Περικτιόνη. Ο Στοβαίος στο «Ανθολόγιο» του, γράφει για την Περικτιόνη ότι κατείχε τα της γεωμετρίας και της αριθμητικής.
Η επιστήμη για τους αρχαίους Έλληνες είχε μια γενικότερη έννοια, την έννοια του να γνωρίζουν, όχι μόνο τα φυσικά φαινόμενα ή τα μαθηματικά πράγματα και τις έννοιες, αλλά ότι μπορούσε να γνωρίζει ο ανθρώπινος νους. Ο Πλάτων, επηρεασμένος από την Πυθαγόρεια παιδεία του, θεωρεί την έννοια της μιμήσεως ως βάση μιας επιστημονικής θεωρίας για την τέχνη, ακολουθώντας την πρόταση των Πυθαγορείων «οίτινες μιμήσει τα όντα φασίν είναι των αριθμών», όπως χαρακτηριστικά προσδιορίζεται από τον Ι. Συκουτρή στην εισαγωγή του έργου του Αριστοτέλη «Περί Ποιητικής».
Στη Δυτική Ευρώπη οι γυναίκες περνούσαν δύσκολη ζωή, ειδικά εκείνες που εκδήλωναν ανοιχτά τη δίψα τους για γνώση και πνευματική δημιουργία, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει ο Le Goff τη θέση των γυναικών «η πλευρά του ξίφους και η πλευρά της ρόκας». Το κυνήγι των μαγισσών κατά το Μεσαίωνα και στη συνέχεια από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα, συγκλόνισε μεγάλο τμήμα της Ευρώπης, αλλά έχει και μια πτυχή που συνήθως ξεχνιέται, ίσως γιατί δεν αναφέρεται όσο θα έπρεπε στην επίσημη ιστορία. Οι μάγισσες οδηγήθηκαν πολύ συχνά στην πυρά με την κατηγορία ότι οι εμπειρικές ιατρικές γνώσεις τους οφειλόταν σε κάποια δήθεν συμφωνία τους με το διάβολο. Σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ ιατρικής και μαγείας ήταν ασαφή, οι παραδοσιακές γνώσεις των γυναικών για τις θεραπευτικές ιδιότητες κάποιων φυτών, καθώς και η προσφυγή τους σε παγανιστικές τελετουργίες για την ίαση των αρρώστων, θεωρήθηκαν από τους ιεροεξεταστές ως προϊόν ενός διαβολικού συμβολαίου που έθετε σε αμφισβήτηση όχι τη θεϊκή παντοδυναμία, όπως ισχυριζόντουσαν, αλλά κυρίως τη δική τους, ως θεϊκών εκπροσώπων επί της γης. Έτσι, στον ατέλειωτο κατάλογο των μαγισσών, το όνομα της καταδικασμένης συνοδεύτηκε πολλές φορές από τον χαρακτηρισμό «γιάτρισσα» (medica).
Κατά τον Μεσαίωνα εμφανίστηκαν σπουδαίες γιατροί και φαρμακοποιοί, όπως η Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν, η οποία έγραψε εννέα τόμους φυσικής ιστορίας, καθώς και η Ιταλίδα Τροτούλα (1030-1097), από την Ιατρική Σχολή του Σαλέρνο. Ο ρομαντισμός του 19ου αιώνα έμελλε να αποκαταστήσει τις μάγισσες ως γιάτρισσες της μεσαιωνικής αγροτικής κοινωνίας. Το εγχείρημα οφείλεται στον Γάλλο ιστορικό Ζιλ Μισελέ και το έργο του «Η μάγισσα» που εκδόθηκε το 1862.
Σπάνια θεωρείται το γαμήλιο ζευγάρι ως ζευγάρι δύο προσώπων, το ένα αρσενικό και το άλλο θηλυκό, άνδρας και γυναίκα. Συνήθως μιλάμε για άνδρα και γυναίκα, όπου όμως στη σκέψη και την πρακτική κυριαρχεί το χαρακτηριστικό του φύλου και όχι το ανθρώπινο υποκείμενο – πρόσωπο. Μια εκκλησιολογική προσέγγιση με πατερικό φρόνημα, θα μπορούσε να στηριχθεί στις ακολουθίες του Αρραβώνα και του Γάμου, που είναι καρπός της εκκλησιαστικής και πατερικής εμπειρίας και θεολογίας.
Η ακολουθία του εκκλησιαστικού αρραβώνα αποτελεί κατ’ αρχήν μια σχετικά αυτόνομη ακολουθία. Θα μπορούσε μάλιστα να γίνει μια ειδική και εκτενής μελέτη για την ακολουθία αυτή στην ιστορική της εξέλιξη, τη θεολογική και εκκλησιολογική της σημασία για την πορεία του ζευγαριού και τους περίεργους λόγους που την έφεραν να χάνει αυτή την αυτονομία.
«Έμμεσα ο Παύλος, ως διακριτικός, διεισδύει στη ρίζα του προσωπικού κακού, ίδια με την πτώση στον γήινο παράδεισο που ήταν η ψευδαίσθηση ελπίδας θέωσης μέσω της αποκλειστικής χρήσης του καρπού της κτιστής φύσης, μέσω της εγωιστικής – διανοητικής αποδοχής του ιδίου θελήματος της Εύας. Κατά το κείμενο ούτε καν ο Αδάμ ερωτήθηκε γι’ αυτή την απόφαση…, μετά την απόρριψη εντός της του δημιουργικού συμβολαίου θέωσης. Δηλαδή η μη θόλωση του νου της γυναίκας ως τάση, έχει ως απαραίτητο όρο, εντός του εκκλησιαστικού γάμου, την αποδοχή τουλάχιστον του νου του άνδρα της «ως τω Κυρίω», ως σταθερού δεύτερου πόλου. Γι’ αυτό προβάλλεται στη γυναίκα πάντα στην ορθόδοξη παράδοση το πρότυπο της Παναγίας, ως της γυναίκας της απεριόριστης υπακοής και της πονεμένης μητέρας».
Τα λόγια του Παύλου προς τον άνδρα είναι πολύ περισσότερα απ’ ότι στη γυναίκα για πολλούς λόγους. Το γεγονός της ανδροκρατικής και πατριαρχικής συνήθως ανατροφής δημιουργεί το σύνδρομο της εξουσίας του άνδρα πάνω στη γυναίκα. Γι’ αυτό η θυσιαστικού προσανατολισμού αγάπη είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση, που δεν επιτυγχάνεται σε γρήγορο χρονικό διάστημα. Απαιτείται μακροχρόνια ασκητική διαδικασία, υπομονή και φάσεις μετάνοιας από τις συχνές αστοχίες. Γι’ αυτό το πρότυπο, ο σταυρωθείς και αναστάς Ιησούς Χριστός, προβάλλεται μπροστά στον άνδρα ως ένα ορατό συνεχές. Είναι τυχαίο το ό,τι προβάλλεται στο τέμπλο των ορθοδόξων ναών μπροστά στα μάτια των ανδρών;Το μυστήριο της διαδικασίας οντολογικής ένωσης του Χριστού με τους ανθρώπους σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο: Το πρώτο έχει ως υπόδειγμα της ένωσής Του με τον ορθόδοξο ασκητή μοναχό/μοναχή και το δεύτερο με το ορθόδοξο ασκητικό έγγαμο ζευγάρι.
Το γεγονός βέβαια ότι η μαγεία είχε συνδεθεί σε μεγαλύτερο βαθμό με το γυναικείο φύλο από ότι με το ανδρικό, είναι μάλλον αποτέλεσμα της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες είναι πιο κοντά και σε επαφή με το συναισθηματικό – διαισθητικό κομμάτι του εαυτού τους, χρησιμοποιώντας το μαζί με τη λογική για την αντίληψη και αξιολόγηση των διαφόρων καταστάσεων. Οι άνδρες αντίθετα βασίζονται κυρίως στη λογική επεξεργασία των πραγμάτων.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Ιστορικός-φιλόλογος
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων