ΣΗΜΑΤΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
Ένα περιστέρι βρέθηκε νεκρό.
Ήταν έν αστέρι είκοσι χρονώ.
Μία μάννα κλαίει καί μοιρολογεί,
λέει πονεμένα: Πάει το παιδί.
Βρέθηκε χαμένο σ΄ ένα πέλαγο.
Κανείς δεν εσκέφθηκε το δράμα του.
Ο καθένας έχει το φορτίο του
που δεν τον αφήνει καθαρά να δεί.
Χάθηκ η ζωή του χωρίς να τη ζήσει.
Πουθενά δε θέλησε κάτι να ζητήσει.
Αποκλεισμένο πέρασε σ έρημο λειβάδι
ώσπου τέλος χάθηκε σε βαθύ σκοτάδι.
Στ άψυχο το χέρι υπάρχει το σημάδι.
Έκαν η κατάρα τον κόσμο ρημάδι.
Πώς βρέθηκε το παιδί σε αυτό το δρόμο.
Πώς η μοναξιά του νίκησε τον τρόμο.
Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.
Ένα περιστέρι είκοσι χρονώ.
Η καμμένη μάννα κλαίει, μοιρολογεί,
όλο μουρμουρίζει: Πάει το παιδί.
Θυμάτ από τότε, πριν πολύ καιρό,
τότε που το είχε ακόμα μωρό.
Λέγανε τ ανάστησε. Έδωσε την ψυχή της
να το δεί να στέκεται στη ζωή μαζί της.
Όλα πιά γκρεμίστηκαν. Χάθηκαν τα όνειρα.
Η ελπίδα έσβησε. Έμεινε στο ράφι.
Αναπάντεχα έγινε τ όνειρο εφιάλτης.
Ιστορίες άδικες η ζωή μας γράφει.
Πατέρας αμίλητος. Βαρύς, σκυθρωπός,
μαζί με τους άλλους το ίδιο κι αυτός.
Κανείς δεν εσκέφθηκε ποτέ του να πεί
πως θάφευγ απότομα το καλό παιδί.
Κάποιος φίλος λέει: Ποτάμι που κυλάει.
Μα ο διπλανός του ούτε κάν μιλάει.
Σκέπτετ ότι ίσως κάτι θα μπορούσε
κάτι πιά να έλεγε τότε, όταν ζούσε.
Κάτι είχ΄ αρπάξει. Κάτι είχε δεί.
Μα δεν ήταν σίγουρος. Ίσως νάχε λάθος.
Τότε εφοβήθηκε δυό λόγια να πεί.
Τώρα το κατάλαβε. Τούλειπε το θάρρος.
Ένα παλληκάρι κείτεται νεκρό.
Ήτανε καμάρι, είκοσι χρονώ.
Τώρα η μάννα κλαίει, κλαίει, μοιρολογεί.
Κάποιος δίπλα λέει: Κρίμα το παιδί.
Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,
νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:
Όχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.
Όχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.
Θέλουμε μιά λύση. Να βρεθεί το πώς,
ώστε στο σκοτάδι να φανεί το φως.
Χωρίς κάποια μάννα να μοιρολογεί,
μ ένα παλληκάρι θαμμένο στη γή.
Ένας άλλος πάλι στη γωνία κλαίει,
ενώ μιά φωνή ακούγεται να λέει.
Να μην περιμένεις ποτέ απ τους άλλους,
πολύ περισσότερο από τους μεγάλους.
Στη ζωή καθένας μόνος προχωράει.
Στα προβλήματά του κανείς δε χωράει.
Αυτός μόνο έχει όλη την ευθύνη.
Δεν αφήνει άλλον να τον κατευθύνει.
Τώρα το αστέρι είναι πιά νεκρό.
Ένα περιστέρι είκοσι χρονώ.
Μαζί με τη μάννα που μοιρολογεί,
κλαίνε πονεμένα όλοι το παιδί.
Μιά φωνή ακούγεται: Εδώ σταματάει;
Ποιός θα έχει άραγε, τη σειρά να πάει;
Μα θα περιμένουμε με δεμένα χέρια,
να πέφτουν στα σπίτια μας νεκρά περιστέρια;
Άλαλη η ομοίγυρη. Πού να είναι σίγουροι.
Κάπου η κατάπληξη, κάπου το παράπονο,
πώς μπορούν ν αντισταθούν σ έναν κόσμο άπονο.
Πώς, με τί βοήθεια, που σ΄αυτά είν΄ άγουροι.
Του μεροκάματου οι άνθρωποι απλοί,
έχουν γυμνά τα χέρια τους καί την καρδιά αγνή.
Τη μοίρα δεν περίμεναν τόσο να τους λαβώσει,
απρόσμενα ο θάνατος διπλά να τους σκλαβώσει.
Ίσως κάποιος νάλεγε ότι δεν αρκεί,
στη δουλειά να τρέχεις, χωρίς να προσέχεις,
το στραβό, το ίσιο καί το κάθε τί.
Το κακό στη στήνει, στη γωνιά εκεί.
Μπροστά τους παλληκάρι βρίσκεται νεκρό.
Λεβεντιάς κλωνάρι, είκοσι χρονώ.
Τώρα τούτ η μάννα, κλαίει, μοιρολογεί.
Αύριο ποιός ξέρει, ποιά ακολουθεί;
Τί να φταίει τάχα. Τάχα ποιός μπορεί,
νάβρει την αιτία. Σίγουρα να πεί:
Όχι άλλη πίκρα. Κουραστήκαμε.
Όχι αδιαφορία. Εχαθήκαμε.
Πόσα χρόνια άπρακτα, άρα θα περάσουν!
Πόσ΄ αμέριμνα παιδιά, τη ζωή θα χάσουν!
Ποιός ο φόρος της ζωής, θάναι γιά την άγνοια.
Πιό το κόστος πιά αυτής, που τη λέν Παράνοια!…
13ος ΠΑΝΕΛΛ. ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 27-4-98
Γ΄ΒΡΑΒΕΙΟ ΧΟΝ
Πειραιάς, Ιούνιος 1995
Γεώργιος Βελλιανίτης