Τυφώνας η Αντιγόνη μας όρμησε κείνη τη μέρα μέσα στο σπίτι και κοπάνισε πίσω της την πόρτα με πάταγο. Πέταξε τη σχολική τσάντα της στο χωλ, εκσφενδόνισε το ‘να παπούτσι της στη σάλα και τ΄ άλλο στην τραπεζαρία, κλείστηκε στο δωμάτιό της, σωριάστηκε μπρούμυτα στο κρεβάτι της και βάλθηκε να τσιρίζει υστερικά. Όλοι στο σπίτι, μητέρα, γιαγιά κι εγώ, (ο πατέρας έλειπε στη βιοπάλη), τσακιστήκαμε να βρεθούμε στο πλάι της και να την αναρωτούμε απανωτά κι οι τρεις μαζί για την αιτία, δίχως όμως να παίρνουμε κι απόκριση καμιά.
Τέλειωνε τη χρονιά εκείνη το δημοτικό η Αντιγόνη -ήτανε άριστη κιόλα μαθήτρια- μα το χούι της χούι!.. Και καταπώς αύξαινε η ηλικία της, πλήθαιναν και τα καμώματά της, αλλά και τα δικά μας βάσανα. Γιατί, είν΄ αλήθεια, η αδερφή μου είχε διαλέξει αυτή την τακτική από την αρχή, αφότου δηλαδή καταδέχτηκε να ‘ρθει στον κόσμο μας και, προπαντός, στ’ ασήμαντο φτωχικό μας. Την είχαμε καλοδεχτεί τότε τόσο θερμά, θυμάμαι, και με τόσες τιμές, που η νιόφερτη δεν άργησε διόλου να καταλάβει από τις πρώτες της κιόλας ώρες, πως όλοι μας εκεί μέσα ήμαστε καμωμένοι από τη φτηνή πάστα του υποταχτικού, ενώ αυτή όχι, και δεν άργησε -νόμος φυσικός…- να περάσει κατευθείαν στην εκμετάλλευση και την τυραννία. Απόγινε ο μέγας και κραταιός άρχοντας και δεσπότης κι εξουσιαστής των πάντων στο σπίτι, ο «ποιών αυτό τρέμειν». Και πέτυχε να επιβάλει σ΄ όλους τις θελήσεις της, τις επιθυμίες της, τα καπρίτσια της. Κοντολογίς, κατάφερε να κάνει πάντα ό,τι ήθελε, όπως κι όποτε ήθελε. Όπλα της ακαταγώνιστα το κλάμα – τό ’ χε κάθε στιγμή έτοιμο!… – και τα ξαφνικά αρρωστήματά της. Και στις συχνές εκρήξεις της ή που κλεινόταν στο δωμάτιό της κι έκλαιγε ασταμάτητα (ή παρίστανε τουλάχιστον κάτι τέτοιο…) ή που έπεφτε του θανατά στο στρώμα. Στην πρώτη περίπτωση τρέχαμε να παρασταθούμε όλοι στο πλευρό της -πρώτος και καλύτερος ελόγου μου, παρότι δεν έσωνα δυό ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερός της- και πασχίζαμε με χίλιους δυό τρόπους, με δώρα και ζαχαρωτά, με γλυκόλογα και παρηγοριές να της ξαναδώσουμε τη χαμένη χαρά. Στη δεύτερη περίπτωση σήμαινε στο σπίτι γενικός συναγερμός: ξαμολιόμαστε εγώ στο φαρμακείο, ο πατέρας στο ζαχαροπλαστείο κι η γιαγιά, που επέμενε ανυποχώρητα πάντα πως η εγγονούλα της ήταν ματιασμένη, έτρεχε σε μια γειτόνισσα μικρασιάτισσα για τα κάρβουνα. Η μητέρα μου δεν έτρεχε πουθενά, μα ρίζωνε στο πλευρό της. Είτε το θέλαμε είτε όχι ζούσαμε σε παντοτινή ετοιμότητα για χάρη της, σε μόνιμη επιφυλακή. Βαρόμετρο το μουτράκι της: όσο γελαστό και ξάστερο, ο ουρανός του σπιτιού μας αίθριος κι όλα χαρωπά. Έτσι όμως και κάνα συννεφάκι ακροζυγιάζονταν στην άκρη από το βλέφαρό της, όλοι σ’ αναστάτωση κι αναβρασμό! Κι εκείνη λοιπόν τη μέρα δεν έγινε διαφορετικά.
– Ομορφιά μου και καμάρι μου, τι σου συμβαίνει; ρώτησε για πολλοστή φορά η γιαγιά, ενώ τα μάτια όλων μας ήταν κρεμασμένα με λαχτάρα στα χείλη της.
Έστερξε από τα πολλά να λύσει τη σιωπή της:
– Με βάλανε σημαιοφόρο στο σχολείοοοοο, ούρλιαξε σαν αγρίμι πιασμένο στο δοκάνι.
Σύξυλοι απομείναμε να τηράμε ο ένας τον άλλο.
– Σε καλό σου, παιδάκι μου! είπε η μάνα με φωνή που έτρεμε από αγωνία. Και γι΄ αυτό κλαις;
– Δεν τα καταφέρνω στο βηματισμόοοο! ξεφώνισε δεύτερη φορά. Μα δεν καταλαβαίνετε; Κι αν ως το Σάββατο δεν πάω καλά, θα μου την πάρουν τη Σημαία. Και ξέρετε που θα τη δώσουουουν; …
Όχι, κανείς εκεί μέσα δεν ήξερε. Ούτε κι εγώ, μα το υπέθεσα μ΄ εφιαλτική βεβαιότητα:
– Στην Αλεξία τη Λιμπεράκη! ψέλλισα.
– Στην Αλεξία τη Λιμπεράκηηηη! επανάλαβε κι αυτή μ’ όλη τη δύναμή της και κοπάνισε τα χέρια της στο στρώμα.
Αχ! αυτή η Αλεξία Λιμπεράκη, η «άσπονδη» φίλη και αντίπαλός της στην τάξη, ο βραχνάς της και βραχνάς μας, ο καημός της και καημός μας! Εκατό φορές τη μέρα μνημονευότανε τ’ ονομά της στο σπίτι μας για τα μαθήματα, για τούς βαθμούς, για τις ζαβολιές, για του ψύλλου το πήδημα. Και μολονότι ποτές μου δεν την είχα αντικρίσει, κόντευα να την αντιπαθήσω από τ΄ όνομά της και μόνο.
Η σιωπηλή γιαγιά πήρε φωτιά σαν βόμπα με βραδύκαυστο φυτίλι κι άστραψε και βρόντηξε με την μπάσα φωνή της:
– Η Λιμπεράκη, είπες, μάτια μου; Θα μας πάρουν και τη Σημαία τώρα οι Λιμπεράκηδες, οι Γερακάρηδες, οι εξωμότες, οι πήξε, οι δήξε…, άρχισε η γιαγιά, κι οι τρίχες στο κεφάλι της μου φάνηκε, πως αναδεύτηκαν σαν τα πλοκάμια της Μέδουσας!
Κατάλαβα: Η γιαγιά – ούτε λίγο, ούτε πολύ – είχε συνδέσει αυθαίρετα την καταγωγή του κοριτσιού από τη γενιά εκείνου του Μανιάτη εξωμότη Λιμπεράκη Γερακάρη, που κατά το 17ο αιώνα είχε κάνει πολύ κακό στη σκλαβωμένη πατρίδα!
– Δεν είναι από τη Μάνη η Αλεξία, γιαγιά! είπα, παίρνοντας το ρίσκο της γνώμης μου για την καταγωγή του κοριτσιού, μόνο και μόνο για να την καθησυχάσω.
– Η Αλεξία είναι από την Κρήτη, κλαψούρισε η Αντιγόνη, βάζοντας έτσι τα πράγματα στη θέση τους και δικαιώνοντάς με απόλυτα.
Το μένος της γιαγιάς, ως τόσο, δέ φάνηκε να γίνεται λιγότερο:
– Παναγιώτηηη, έσκουξε μ΄ όλη τη δύναμή της, σαν να μ’ έκραζε μέσα από βαθύ πηγάδι κι ας ήμουνα εκεί στο πλάι της…
Έπαιξα σαστισμένος τα βλέφαρά μου. Ήξερα τι όφειλα να πράξω: έπρεπε να ετοιμάσω την απολογία μου στην Αντιγόνη Α΄, τη γιαγιά μου, κάθε φορά που τα πράγματα δεν τραβούσανε καλό δρόμο για την Αντιγόνη Β΄, την αδερφή μου, ν΄ αναλάβω τις ευθύνες μου και σε κάθε περίπτωση να τρέξω σε βοήθειά της, μόνιμος κι αναντικατάστατος -αν κι όχι πάντοτε πρόθυμος- Σίμωνάς της Κυρηναίος! Και παρότι ποτές μου σχεδόν δεν ήμουνα υπαίτιος για τίποτα, πάντοτε ελόγου μου πλήρωνα. Πάνω μου πάντοτε ξεσπούσε οργισμένη η γιαγιά: Έκλαιγε η Αντιγόνη; γιατί τη μάλωσες η γιαγιά. Σκόνταφτε η Αντιγόνη; γιατί την έσπρωξες η γιαγιά. Πνίγονταν από τη λαιμαργία της η Αντιγόνη; γιατί την μπούκωσες η γιαγιά. Μου ‘χωνε τα νύχια της στα μάγουλά μου η Αντιγόνη; γιατί την πείραξες η γιαγιά. Δεν έτρωγε το φαγητό της η Αντιγόνη, γιατί τη στενοχώρησες η γιαγιά! Ακόμη και για την αλλεργία της στη γύρη της άνοιξης σ΄ εμένα απόδινε ευθύνες η γιαγιά!
– Δε φταίω εγώ, διαμαρτυρήθηκα από κεκτημένη ταχύτητα και μακροχρόνια συνήθεια.
Η γιαγιά με κοίταξε καλά – καλά στα μάτια βαθιά:
– Ας παραδεχτούμε πως δε φταις! Όμως δε θα γίνει κι αυτό, αν δε βοηθήσεις το κορίτσι μας στο βηματισμό;
– Η διδασκαλία του βηματισμού δεν ήταν ποτέ της ειδικότητάς μου!…
– Α! όχι! όχι! Δε σου επιτρέπω!… Του αδερφού το χρέος είναι να κάνει το παν για τη χαρά, αλλά και την αξιοπρέπεια της αδερφής του! Και στο βηματισμό, φυσικά, πολύ περισσότερα μάλιστα, όταν πρόκειται ν΄ αναλάβει την τιμητική θέση του σημαιοφόρου. Σημαία είν’ αυτή, Παναγή μου! Γνωρίζεις καλά πως απώλειά της στον πόλεμο συνεπάγεται την ατίμωση. Στην περίπτωσή μας η φύλαξή της αποτελεί θέμα ύψιστου οικογενειακού καθήκοντος και τιμής! Και, ως ένα σημείο, και θέμα οικογενειακής παράδοσης, που δεν έχουν οι Λιμπεράκηδες! Κατάλαβες; Ο παππούς σου στο ευζωνικό…
– Το ξέρουμε δα…, βρυχήθηκα, το ξέρουμε… Μας το ‘χεις πει εφτά χιλιάδες φορές: ήτανε σημαιοφόρος! Σύμφωνοι! Μα εγώ βηματισμό δε θα διδάξω!
– Θα τον διδάξεις…
– Όχι!
– Θα τον διδάξεις…
– Ποτέ!
Ομηρικοί ήτανε οι καυγάδες μας με τη γιαγιά κάθε τόσο, επειδή δεν καταλάβαινε ο ένας τον άλλο, μα προπαντός επειδή δεν μπορούσε η καψερή να νιώσει, πως όφειλε να ΄χει στην καρδιά της μια θεσούλα και για μένα, ένα μικρό, ας πούμε, λιτό κι απέριττο καμαράκι πλάι στα ευρύχωρα και πολυτελή διαμερίσματα της αδερφής μου. Τότε μονάχα η συχωρεμένη μου χαμογελούσε, όταν βοηθούσα την Αντιγόνη. Τότε με φιλοφρονούσε μ’ ένα καλό της λόγο, όταν υπηρετούσα πιστά την Αντιγόνη! Ποτέ άλλοτε!
– Όχι! ξανάπα ψυχωμένα, κάνοντας επιτέλους την επανάστασή μου. Κι από εκείνη την ώρα κατάλαβα, σωστά, θαρρώ, τις αιτίες των επαναστάσεων…
– Και γιατί, παρακαλώ; ρώτησε παραξενεμένη η γιαγιά από κείνη την απρόσμενη και πρωτόφαντη αντίδρασή μου.
– Δικός μου λογαριασμός! Έπειτα δεν ξέρω να διδάξω βηματισμό!
Κάποια ιδέα φάνηκε να περνάει ξαφνικά από το μυαλό της, μεφιστοφελική σίγουρα, απ’ ότι μου μαρτύρησε η λάμψη των ματιών της, και περίμενα να την τοξέψει καταπάνω μου.
Περίεργο, μα η γιαγιά δε βιαζόταν να μιλήσει. Και στο πρόσωπό της παρατήρησα κάποιες περίεργες – οβιδιακές, θα ‘λεγα! – μεταμορφώσεις! Είδα τελικά μι’ ασυνήθιστη γλυκύτητα στην όψη της κι ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ τα μάτια της τρύπωναν βαθύτερα στους χώρους των! Παράλληλα άκουσα και τη φωνή της όλη πετιμέζι:
– Μπορείς, γιόκα μου! Μπορείς! Εσύ δεν μπορείς, ένας παίδαρος ίσαμε κει πάνω;
– Δεν μπορώ!
– Μπορείς! Είσαι άντρας πια, Παναγιωτάκη μου!
– …
– Άντρας με μουστάαακια!
Έτσι έκανε πάντοτε η γιαγιά: πάσχιζε να με φέρνει στα νερά της κρούοντας τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής μου. Κι αυτόν τον τελευταίο καιρό είχε ανακαλύψει τη μελωδικότερη: εκείνη δηλαδή του μουστακιού μου, που τότε μόλις πρωτανθούσε δειλά – δειλά και μου χάριζε, ομολογώ, μια πρωτόγνωρη μυστική μου περηφάνια!
– Θυμάσαι τον αρχαίο όρκο, Παναγή μου; Δεν έλεγε «να προστατεύσω τας σημαίας τας ιεράς και ν΄ αποθάνω κάτω από αυτάς»; Γι΄ αυτό, Παναγιωτάκη μου, επιβάλλεται να δώσουμε τη μάχη της Σημαίας και να την κερδίσουμε. Καταδέχεσαι εσύ να μας την πάρουνε τη Σημαία οι Γερακάρηδες; Είναι χρέος σου, Παναγή μου, καλό μου, πρέπει…
Δε με δάμασαν τόσο τα επιχειρήματα της γιαγιάς, όσο τ’ ολάνοιχτα μάτια της Αντιγόνης, που τα ‘νιωσα κολλημένα πάνω μου, γεμάτα ελπίδες.
– Θα σε βοηθήσω, της είπα. Θα κάνουμε αγώνα… Άλλωστε έχουμε πέντε ολόκληρες μέρες μπροστά μας…
– Ο βηματισμός δεν είναι …Γεωγραφία, κλαψούρισε κείνη, όπως απαράλλαχτα θα αμφισβητούσε τη δυνατότητα ισοπέδωσης των Ιμαλαΐων!…
Από το ίδιο κιόλας απόγευμα ριχτήκαμε με ζήλο στη δουλειά. Μπροστά εγώ, χαμηλό, μα στέρεο πουρνάρι, κι από κοντά η Αντιγόνη, λεύκα λυγερόκορμη -και πάντα τα χαμηλά δέντρα υποφέρουν στην ισκιάδα των ψηλών!- κάναμε δοκιμές βηματισμού, κόβοντας γύρους από το χωλ στο σαλόνι, στη συνεχόμενη τραπεζαρία, στο διάδρομο και πάλι στο χωλ. Κι όλα τούτα κάτω από το ξάγρυπνο βλέμμα της γιαγιάς, που με την πληθωρική της παρουσία, το διπλό προγούλι και τ΄ αυστηρό παρουσιαστικό, επόπτευε από τη γωνιά σαν το Βούδα κι έδειχνε πότε τη δυσαρέσκειά της με κάποιο συνοφρύωμά της και πότε την ικανοποίησή της μ΄ ένα αδιόρατο αινιγματικό χαμόγελο σαν της Τζιοκόντας. Φυσικά δεν παρέλειπε να ξακοντίζει και τις αυστηρές υποδείξεις της αποκλειστικά σε μένα:
– Πιο δυνατά, Παναή… Πιο ζωηρά…
Μάλλιασε το στόμα μου στο «εν – δυό». Το γύρισα στα εμβατήρια: «Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν», «Μαύρη είν΄ η νύχτα στα βουνά», «Παιδιά με ατσάλινα χέρια»… Τα είπα όλα, όσα ήξερα, και πολλές φορές το καθένα. Τραγουδούσα και βημάτιζα, ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές πίσω: όμως τα πόδια της Αντιγόνης, αλίμονο, παράδερναν στο χάος της αρρυθμίας και της ασυδοσίας! Ίσως να ‘φταιγε -ή οπωσδήποτε επιδείνωνε την κατάσταση- κάποια πρόωρη ανάπτυξη, που είχε η Αντιγόνη εκείνη τη χρονιά. Η κακόγουστη προεφηβεία της είχε επιμηκύνει ασυλλόγιστα τα κανιά και το λαιμό και της είχε φορτώσει όλη του κόσμου την αχαροσύνη!
Σταμάτησα απότομα κάποια στιγμή και γύρισα πίσω έξαλλος:
– Δεν προσπαθείς!… Δεν προσπαθείς και θα σ΄ απαρατήσω! Παιδεύομαι σκληρά κι εσύ κάνεις το βάδισμα της γκαμήλας!…
Τι ήταν να το πω! Τσίριξε σπαραχτικά, βρόντηξε τα ποδάρια της στο πάτωμα κι έδραμε στο δωμάτιό της κλαίγοντας γοερά. Σαν από ένστικτο στράφηκα κατά τη μεριά της γιαγιάς, έτοιμος γι΄ άμυνα…
– Τί είπες, μωρέ Πανάγοοο; βρυχήθηκε εκείνη και κοντοστάθηκε, σαν να ήθελε να πάρει φόρα και να ορμήσει καταπάνω μου.
Είχα καταλήξει να πιστεύω βρισιά αυτή την παραλλαγή στ’ όνομά μου, γιατί την ξεστόμιζε η γιαγιά μονάχα σαν ήταν οργισμένη μαζί μου. Κι εκείνη τη στιγμή η φωνή της, εξαιτίας της οργής και του πάρκισόν της γινόταν πιο βαριά και πιο απόκοσμη, σχεδόν βιβλική:
– Κάιν… Κάιν – Πανάγο, που είναι η αδερφούλα σου;
– Δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω σου λέω… Σταφύλια πατάει, βουνά σκαπετάει, λαγκαδιές δρασκελάει, βηματισμό όμως δεν κάνει. Κι ούτε θα κάνει ποτέ, στον αιώνα!…
– Άκαρδε Πανάγο, ξέσπασε η γιαγιά σαν φθινοπωρινή μπόρα, ανόσιε καταλυτή της αδελφικής αγάπης, γνωρίζεις πόσα υπέφερε κι ως που έφτασε ένας Ορέστης για χάρη της αδερφούλας του; Γνωρίζεις μιάν Αντιγόνη, που τυραγνήθηκε για χάρη του αδελφού της;
– Γνωρίζω δυό, που τον ψήνουν!…
– Α! τι ξεπεσμός! Εκείνα τα χρόνια η αδερφή ήταν κορώνα και καύχημα του αδερφού, χαρά του η χαρά της! Τιμή και δόξα του η υπόληψή της. Μονομαχίες και βεντέτες και πόλεμοι για χάρη της. Μα τώρα; Τι κατάντια, Θεέ μου; Έφτασα να την ιδώ κι αυτή, που να μην έσωνα! …
Η προεφηβική απάθειά μου -ποιός ξέρει; ίσως και τ΄ αδιέξοδό της- την έκαναν ν’ αλλάξει και πάλι τακτική:
– Έλα, παλικάρι μου… Έλα, Παναγιωτάκη μου… Μην τα στυλώνεις σαν τον Αχιλλέα στην Τροία… Στο κάτω – κάτω δε συλλογιέσαι τη μητέρα σου, που στενοχωριέται και βαλαντώνει, η δύστυχη;
Τέλος πάντων, συλλογίστηκα και τα βάσανα της μάνας μου κι υποχώρησα ξανά.
Πήγα στο δωμάτιο της Αντιγόνης. Της ζήτησα χίλιες φορές να με συγχωρήσει. Φίλησα και χίλιες φορές σταυρό, πως δε θα ξαναθύμωνα, όσο θα βαστούσαν οι ασκήσεις. Και τα κατάφερα. Η Αντιγόνη στάθηκε μεγαλόκαρδη απέναντί μου και με συχώρεσε! Και μ΄ ακολούθησε πίσω στο …πεδίο των ασκήσεων.
Ξανά από την αρχή. Πάλι εμβατήρια, πάλι εν – δυό, πάλι γύρους. Έστρεφα πότε – πότε πίσω το κεφάλι μου να ελέγξω την κατάσταση και προφασιζόμουνα ταυτόχρονα χίλιες δυό δικαιολογίες, για να μην καταλάβει το λόγο και πειραχτεί. Άλλοτε πάλι λοξοκοιτούσα κατά τα πόδια της με την άκρη του ματιού μου. Μαύρη απελπισία! Τ’ άκρα της αδερφής μου δεν έδειχναν καμιά διάθεση να προσαρμοστούν στο ρυθμό! Όλο το αίμα μου ανέβαινε στην κορφή μου, μα καθώς έβλεπα τα μάτια της μέσα από τούς χοντρούς φακούς της ν΄ ανιχνεύουν στα δικά μου τις διαθέσεις της στιγμής, συγκρατιόμουνα να μην τα θαλασσώσω ξανά.
Ήρθε ο πατέρας το βράδυ και με χαρά ανέλαβε να δίνει εκείνος τα παραγγέλματα, μα εγώ μπροστά πάντα, χρειαζούμενος σαν τον πάσσαλο στη φασολιά!
– Εν – δυό – εν – δυό, έδινε εκείνος πια τα παραγγέλματα μ΄ ενθουσιασμό.
Μας σταματούσε κάθε τόσο για κάποια οδηγία, μια υπόδειξη και ξανά πάλι.
Ιδροκόπησα, λαχάνιασα, απόκαμα, σωριάστηκα στον καναπέ. Η Αντιγόνη όμως, -η ντελικάτη και φιλάσθενη Αντιγόνη- τέρας αντοχής! Πόση δύναμη χαρίζει, αλήθεια, η πίστη σ’ ένα σκοπό! Πόση αντοχή! Η μητέρα έτρεξε και -δόλια μάνα τι έχεις να κάνεις ακόμα!…- πήρε πρόθυμα τη θέση μου μπροστά στην Αντιγόνη, να ξεκουράσει εμένα, να βοηθήσει κι εκείνη. Κι όχι μια φορά μονάχα σ’ όλη αυτή την ιστορία. Είχε αποκαεί η καρδιά της από τα πείσματα και τα καπρίτσια της Αντιγόνης κι έκαμε το καθετί για να τη βλέπει ευτυχισμένη.
– Eν – δυό – εν – δυό, ο πατέρας και κάθε κύτταρό του πάλλονταν στο ρυθμό του βηματισμού. Δεκανέας στο στράτευμα κατά τη θητεία του αναθυμήθηκε με πολλή νοσταλγία δόξες παλιές και περασμένα μεγαλεία.
– Ένα στ’ αριστερό, απ! Δύο στ’ αριστερό – απ -απ! Ένα κι ένα δυό – απ! απ!
Με το «απ» συγχρονίζαμε και κοπανούσαμε μ’ όλη τη δύναμή μας τ’ αριστερό ποδάρι πάνω στο πάτωμα, μέχρι που το δικό μου πόνεσε, μούδιασε, ξύλιασε! Της Αντιγόνης δεν είχε προβλήματα τέτοιου είδους, επειδή σπάνια τύχαινε ν’ ακούει το «απ» στ’ αριστερό…
– Διάλειμμα δώδεκα λεπτών, έλεγε ο πατέρας μόλις συμπληρώνονταν πενήντα λεπτά ασκήσεων, πιστός τηρητής των στρατιωτικών κανονισμών.
Σ’ ένα διάλειμμα βάλθηκε να μ’ εμψυχώνει, λέγοντάς μου, πως σίγουρα αυτή η εκτός προγράμματος εκπαίδευσή μου θα μου χρειαζόταν στα επόμενα χρόνια, που θα βρισκόμουνα κι εγώ στο στράτευμα για τη θητεία μου. (Και δεν είχε άδικο: Τον θυμήθηκα εφτά χρόνια αργότερα, που βρέθηκα στη θρυλική για τα καψόνια της Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού!…)
Σ’ ένα άλλο διάλειμμα μας διηγήθηκε με περηφάνια, πως είχε εκπαιδέψει εκατοντάδες νεοσύλλεκτους στο Κέντρο του Μεσολογγίου, κι ανάμεσα σ’ αυτούς πολλούς τραχείς ορεσίβιους -αχ! αυτή η βλαχουριά, αναστέναξε με πολύ καημό, τού ‘χε καταφάει τα πλεμόνια!- μα κανείς τους, το τόνισε αυτό, κανείς δεν είχε φύγει από τα χέρια του άσχετος από βηματισμό. Και τι βηματισμό: ασκήσεις ακριβείας με απανωτές μεταβολές, στροφές αριστερά, στροφές δεξιά, δις αριστερά, δις δεξιά…
Ήταν δέκα περασμένες, που ο κούκος της εξώπορτάς μας λάλησε επίμονα, σχεδόν τρομαγμένα. Ποτέ άλλοτε έτσι. Σα να ‘βλεπε επιδρομή γερακιών! Ανοίξαμε. Οι ένοικοι του κάτω ορόφου όλοι συναγμένοι εκεί μπροστά με ρόμπες, με πιτζάμες, με παντούφλες και με πολλή – πολλή οργή, έτοιμοι για εξόρμηση κι αφανισμό μας. Ο πατέρας ανάκοψε με ψυχραιμία την έφοδο, καθησυχάζοντας μειλίχια εκείνους και διατάζοντας αυστηρά, τάχα, εμάς να βγάλουμε τα ποδήματά μας, για να μη βροντάμε.
Όλο τ΄ απόγευμα και της άλλης ημέρας συνεχίστηκαν μ’ ένταση οι ασκήσεις. Η φωνή του πατέρα έκλεισε ολότελα και τα πόδια μου είχανε φουσκαλιάσει. Όμως η βελτίωση της Αντιγόνης μηδαμινή. Για μια στιγμή έδειξε ο πατέρας να χάνει την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία του. Το ‘δε η Αντιγόνη κι ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τούς κρουνούς των δακρύων της και να δράμει κατά το δωμάτιό της, μα την πρόλαβε εκείνος:
– Έχεις κάνει προόδους, της είπε, ή, καλύτερα, έγρουξε…
Την Τετάρτη, επιστρέφοντας ο κύρης μας από το γραφείο του, έφερε μαζί του δίσκο μ΄ εμβατήρια. Τα πράγματα, μολαταύτα, δε φάνηκαν και πάλι να διορθώνονται για την Αντιγόνη, αλλά μήτε και για μένα. Μονάχα ο γεννήτοράς μας ανακουφίστηκε, μια και περιορίστηκε πια σ’ απλές συστάσεις.
Οι ασκήσεις συνεχίστηκαν και την Πέμπτη ομαλά. Και τα παράπονα των συνοίκων μας λιγόστεψαν αισθητά. Μονάχα ο «κ. Ευγενέστατος» του απέναντι διαμερίσματος ακούστηκε κάποια στιγμή να διαμαρτύρεται με την ψιλή – ψιλή φωνούλα του, πως ο γιορτασμός της εθνικής μας επετείου από λόγου μας θα βαστάξει περισσότερο κι από την Επανάσταση!
– Υπομονή λίγο ακόμα, σας παρακαλώ, κύριε Δευκαλίων. Μέχρις αύριο βράδυ η Αντιγόνη μας θα είναι έτοιμη, τον καθησύχασε η γιαγιά, παρηγορώντας τον ταυτόχρονα!
Είχα πάντοτε τις επιφυλάξεις μου για τ’ αποτελέσματα της προσπάθειάς μας, μα ο παλιός κι έμπειρος εκείνος εκπαιδευτής του κέντρου νεοσυλλέκτων άρχισε να κλονίζει την αμφισβήτησή μου.
Την Παρασκευή το βράδυ είδα την αδερφή μου με τα ίδια μου τα μάτια ν’ ακολουθεί τέλεια το ρυθμό του δίσκου! Φανταστικό! Απίστευτο! Ναι, η πεισματάρα Αντιγόνη μας βημάτιζε σωστά! Ήταν πράγματι έτοιμη πια για την παρέλαση!
– «Δόξα τω Θεώ»! είπε η μητέρα μ’ ανακούφιση και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές κατά την ανατολή.
Ο πατέρας σφούγγιξε το μέτωπό του, που έσταζε. Η γιαγιά κοίταζε με λατρεία την Αντιγόνη, που είχε ξεπεράσει τον εαυτό της. Όσο για μένα, αποζήτησα με λαχτάρα το κρεβατάκι μου. Τίποτες άλλο. Και κοιμήθηκα βαθιά. Μα τα βάσανά μου συνεχίστηκαν -αλίμονο!- και στον ύπνο μου…
Ονειρεύτηκα πως βρισκόμαστε οικογενειακώς στην κορφή λόφου, που στα ριζά του αναπαυόταν ειρηνικά μικρή πόλη μέσα σε πανύψηλα τείχη, όπως της Ιεριχούς, έχοντας στο κέντρο της τεράστια ελληνική Σημαία σε ψηλό κοντάρι. Βιετναμέζος στρατηγός η γιαγιά με τις λιγοστές τρίχες της στο πηγούνι και στις άκρες των χειλιών της, ολόιδιος ο Χό Τσί Μίνχ, δέσποζε στην οθόνη του ονείρου μου κι αστραποβολούσε με το κόκκινο περίγυρο στο πηλίκιο, με τις κλάρες στο γείσο, με τα ξιφάκια και τ’ αστέρια στις επωμίδες, με τα παράσημα στα στήθη, με τα στιβάλια και τα σπιρούνια της, ακόμη και με το προγούλι της τριπλό! Σήκωσε κάποια στιγμή το χέρι της και πρόσταξε αυστηρά με την μπάσα φωνή της:
– «Να πέσουν αμέσως τα τείχη»!
Ο πατέρας έβαλε το δίσκο στο πικάπ.
– «Με τις σάλπιγγες, πατέρα, με τις σάλπιγγες»! εκλιπαρούσα το γεννήτορά μου, που δεν είχε ιδέα από την άλωση της Ιεριχούς.
– «Με τα τύμπανα, με τα τύμπανα»! έκανε η μητέρα μου.
– «Με τις σάλπιγγες»! επέμεινα εγώ, απαρασάλευτος στη βεβαιότητα, που χαρίζει η γνώση του πράγματος.
Τι αγωνία, Θεέ μου! Πήραμε τελικά τις σάλπιγγες και φυσήξαμε με δύναμη. Βγάλαν εκείνες μια στριγκλιά νότα, έναν αστείο ήχο, και βουβάθηκαν. Τα τείχη όμως στη θέση τους!
Η γιαγιά κούνησε μ΄ απέχθεια το κεφάλι της και με μια της ματιά κεραυνοβόλησε τον πατέρα μου:
– «Άκαπνε φτωχοδεκανέα, μας φάγαν οι Λιμπεράκηδες»! έγρουξε κι ύστερα άρχισε να γελά, να καγχάζει ολοένα και περισσότερο, προκαλώντας μου φοβερό εφιάλτη! Ξύπνησα με στεγνό λαρύγγι, καταϊδρωμένος και λαχανιασμένος.
Ξημέρωσε Σάββατο και θα γινόταν στο σχολειό της αδερφής μου η τελική πρόβα. Ήμουνα βέβαιος, πως θα τα κατάφερνε – όλοι στο σπίτι ήμασταν βέβαιοι. Με κρυφότρωγε, ωστόσο, ανεξήγητη αγωνία, αν θα πήγαιναν όλα καλά ως το τέλος. Κι όλη την πρώτη ώρα δεν έβρισκα χωρεμό στη θέση μου, μήτε τη δύναμη να συγκεντρωθώ στην παράδοση του καθηγητή μου.
Στο πρώτο λοιπόν διάλειμμα έφυγα από το σχολείο. Ναι, έκανα κοπάνα από το μάθημα -μοναδική φορά στη ζωή μου!…- και τρέχοντας βρέθηκα πίσω από τον κήπο του δημοτικού σχολείου. Το τμήμα της παρέλασης ήταν παραταγμένο κι έτοιμο για τη δοκιμή.
Μπροστά οι παραστάτες της Σημαίας με την Αντιγόνη σημαιοφόρο στη μέση να εξέχει σαν φουγάρο τρένου, πιο μπροστά ακόμη τα τύμπανα και δεξιά κι αριστερά μαθητές και δάσκαλοι θεατές. Σκέφτηκα πως δε θα ωφελούσε μήτε κείνη μήτε και μένα να λάβαινε γνώση της παρουσίας μου εκεί, μα και δεν ήθελα να με δει κανένας από την οικογένεια της θείας μου Λουκίας, που μένανε στον πρώτο όροφο της κοντινής πολυκατοικίας, ακριβώς στα νώτα μου. Γι’ αυτό σκαρφάλωσα σβέλτα στον πεύκο, που βρίσκεται έξω από τη μάντρα του σχολείου. Από εκείνο το ιδανικό κρησφύγετο παρακολουθούσα ήσυχος και, προπαντός, αθέατος όλα τα διαδραματιζόμενα μπροστά μου, οπότε κάποια στιγμή βλέπω μ’ έκπληξη τη μητέρα μου να προβαίνει με μύριες προφυλάξεις από την άλλη πλευρά του προαυλίου, να βολεύεται στην άκρη της γωνιάς κι από εκεί να ρίχνει κρυφές ματιές μέσα. Φυλαγόταν σίγουρα από τ’ αετίσια μάτια της Αντιγόνης. Ασφαλίστηκα κι ελόγου μου καλύτερα πίσω από ‘να φουντωτό κλαρί του δέντρου, για να μην προδοθώ στα μάτια της, μολονότι εκείνη είχε περιορίσει το οπτικό της πεδίο αποκλειστικά και μόνο στο προαύλιο. Σ’ ένα – δυό λεπτά βλέπω με κατάπληξη να κοντοζυγώνει απ’ άλλο δρόμο κι ο πατέρας μου! Κατάλαβε έγκαιρα την παρουσία της μάνας στη γωνιά και συμμαζεύτηκε γρήγορα πίσω από το περίπτερο, πασχίζοντας να κρατήσει μυστική την παρουσία του από το θηλυκό μέρος της φαμίλιας του, μα μη γνωρίζοντας πως ήταν εκτεθειμένος σ’ εκείνα του αντρικού! Τέλος πάντων, πολιορκούσαμε ασφυκτικά πια όλοι μας το σχολείο στην πιο περίεργη και πρωτότυπη οικογενειακή πολιορκία.
Άρχισε η δοκιμή. Βρόντηξαν τα τύμπανα, μαζί τους κι η καρδιά μου, αναμφίβολα και των γονιών μου. Παρακολουθούσαμε για πέντε ολόκληρα λεπτά να ‘χουν όλα τα παιδάκια το ίδιο βήμα – ευλογία Θεού! όλα τα παιδάκια του κόσμου! – μα η Αντιγόνη μας, αλίμονο, άλλο! άλλο! Αχ! άλλο! Πειθαρχούσε σ’ ένα πιο γρήγορο ρυθμό κάποιου εμβατηρίου, που αυτή μονάχα άκουγε μυστικά απ’ όλη τη φάλαγγα και δε μου βγαίνει από το νου πως ήταν ο ρυθμός του δίσκου! Ήταν απόλυτα συντονισμένη – κουρντισμένη, θα ‘λεγα καλύτερα – σ’ εκείνον το ρυθμό. Αν, Θεέ μου, ο δάσκαλος έδινε γοργότερο ρυθμό στο βηματισμό…
Βρέθηκα στην ανάγκη να σφίξω το κλωνάρι του πεύκου στα δάχτυλά μου, να μην κατρακυλήσω στο έδαφος, να μην τσακιστώ…
– Η σημαιοφόρος να συγχρονιστεί! έβαλε τις φωνές -και τι φωνές!- ο διευθυντής.
– H σημαιοφόρος να βρει το βήμα της! ο δάσκαλος της παρέλασης.
– H σημαιοφόρος! Η σημαιοφόρος! όλοι οι άλλοι.
– Κάνει ορθοπεταλιά! γρύλισε ο γαβριάς της μεγάλης τάξης.
Η δοκιμή σταμάτησε. Οι δάσκαλοι διαβουλεύτηκαν ένα λεπτό κι ύστερα ήρθε η καταστροφή: ένας τους έφερε γρήγορα – γρήγορα στη θέση της Αντιγόνης την Αλεξία Λιμπεράκη, της έδωσε τη Σημαία και μετάθεσε την αδερφή μου στο τμήμα της παρέλασης και μάλιστα στην εσωτερική γραμμή!
Είδα τον πατέρα μου να ξεμακραίνει γρήγορα κατά τη μεσημβρία και τη μητέρα μου να τραβάει κατά την άρκτο. Βούιζαν τα μηλίγγια μου. Κόλλησε η γλώσσα μου στο λάρυγγά μου. Γαντζώθηκα καλά στο μεγάλο κλαδί του πεύκου να μην κατρακυλήσω από την απογοήτευσή μου, να μην κομματιαστώ στο κράσπεδο του δρόμου.
– Κρίμα το κοριτσάκι μας! Άκουσα ψηλά από τη βεράντα τη θεία Λουκία.
Κατάπληκτος τότε άκουσα και την μπάσα φωνή της γιαγιάς από την ίδια βεράντα:
– Συμ-φο-ρά, Λου-κί-α μου.
Εκεί κι η γιαγιά! Ω! Θεέ μου! πώς δεν το είχα σκεφτεί! Συμμαζεύτηκα πίσω από τα φουντωτά κλωνάρια του δέντρου να μη με δει. Μάταιος κόπος: Από ώρα πολλή μ’ είχε πάρει το καλό της μάτι, που ήταν από τη μεριά μου, κι η φωνή της έμοιαζε τώρα σαν φθινοπωρινό μπουμπουνητό:
– Και πώς το καημένο το κοριτσάκι να μη χάσει το βήμα της, βλέποντας τον Πανάγο, τον αρχι-κοπανατζή, να στέκεται κολλημένος στο δέντρο σαν τον τζίτζηρα το μούτο (το μουγκό);
Τα δικαιώματα του υλικού αυτού, ανήκουν στον συγγραφέα Κώστα Β. Καραστάθη. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική ή μερική, περιληπτική, κατά παράφραση ή διασκευή και απόδοση του υλικού αυτού με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του συγγραφέα. (Νόμος 2121/1993 & διεθνής σύμβαση της Βέρνης που έχει κυρωθεί με τον Ν.100/1975).