Ο Ρέμπραντ Χάρμενσοον Βαν Ρέιν γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου του 1606 στην Ολλανδική πόλη Λέιντεν. Ήταν το όγδοο από τα εννέα παιδιά του Χάρμεν και της Κορνηλίας Βαν Ρέιν.
Ο πατέρας του Ρέμπραντ ήταν μυλωνάς και είχε ένα ανεμόμυλο στις όχθες του ποταμού Ρήνου. Η σχετικά καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειας, επέτρεψε στον Ρέμπραντ να σπουδάσει στην Λατινική Σχολή του Λέιντεν.
Σε ηλικία 18 ετών πήγε στο Άμστερνταμ και μαθήτευσε, για σύντομο χρονικό διάστημα, στον ζωγράφο Πίτερ Λάστμαν. Έξι μήνες κάθισε δίπλα στον Λάστμαν και ξαναγύρισε στην γενέτειρα του. Επιστρέφοντας στο Λέιντεν μαζί με τον Γιαν Λίβενς, επίσης νεαρό ζωγράφο και μαθητή του Λάστμαν, έστησαν ένα ατελιέ. Ζωγράφιζαν πολλές φορές τα ίδια μοντέλα και εξασκούσαν το ταλέντο τους εισάγοντας στην τεχνοτροπία που χρησιμοποιούσαν ιταλικά στοιχεία. Τα έργα τους, τους έκαναν σιγά σιγά γνωστούς, τουλάχιστον στην τοπική κοινωνία του Λέιντεν.
Το 1628, σε ηλικία 22 ετών, άρχισε να έχει και τους πρώτους μαθητές του, στους οποίους δίδασκε ζωγραφική. Οι πίνακες του αρχίζουν να σημειώνουν πωλήσεις ενώ η καλή κριτική που δέχθηκε από τον Κονσταντίν Χέιχενς, γραμματέα του πρίγκιπα Φρεδερίκου Ερρίκου της Οράγγης, έδωσε μεγάλη ώθηση στην καριέρα και στην φήμη του.
Το 1630, έμεινε ορφανός από πατέρα, ενώ δύο χρόνια μετά εγκατέλειψε το Λέιντεν και εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ. Εκεί του πρόσφερε στέγη και χώρο εργασίας ο έμπορος έργων τέχνης Βαν Ούλενμπουρχ. Στο σπίτι του Ούλενμπουρχ γνώρισε την Σάσκια με την οποία παντρεύτηκαν στις 22 Ιουλίου του 1634. Η Σάσκια απεικονίζεται σε διάφορους πίνακες του Ρέμπραντ, στους οποίους διακρίνονται καθαρά οι διακυμάνσεις της σχέσης τους.
Ένα χρόνο μετά τον γάμο του, η καλή του οικονομική κατάσταση του επέτρεψε να μετακομίσει σε ένα όμορφο σπίτι στις όχθες του ποταμού Άμστελ και να νοικιάσει μια μεγάλη αποθήκη την οποία μετέτρεψε σε ατελιέ. Παράλληλα με την ζωγραφική συνέχισε να παραδίδει μαθήματα σε μαθητές των οποίων το πλήθος αυξανόταν παράλληλα με την εξάπλωση της φήμης του.
Το 1939 και αφού είχε αλλάξει διάφορες κατοικίες, αποφάσισε να αγοράσει ένα σπίτι σε κεντρικό σημείο του Άμστερνταμ και με ιδιαίτερα υψηλή τιμή. Ο Ρέμπραντ πλήρωσε το 1/4 της αξίας του και ανέλαβε την υποχρέωση να το ξεπληρώσει με δόσεις τα επόμενα έξι χρόνια.
Τρία χρόνια μετά την αγορά του σπιτιού αυτού, το 1642, η Σάσκια πέθανε. Ο θάνατος της ακολούθησε τους θανάτους των προηγουμένων ετών μεταξύ των οποίων ο θάνατος της μητέρας του και κυρίως ο θάνατος τριών παιδιών του. Μετά τον θάνατο της Σάσκια, ο Ρέμπραντ σύναψε διάφορες ερωτικές σχέσεις χωρίς όμως να ξαναπαντρευτεί. Βασικός λόγος γι’ αυτό ήταν ένας όρος στην διαθήκη της Σάσκια με τον οποίο ο ζωγράφος θα έχανε το μισό της κληρονομιάς της αν ξαναπαντρευόταν. Παράλληλα με τις σχέσεις του, άρχισε να ξοδεύει υπέρογκα ποσά για διάφορες αγορές και να έχει ως κατοικίδια εξωτικά ζώα. Αυτός ο τρόπος ζωής του Ρέμπραντ, δεν άρεσε στην κοινωνία του Άμστερνταμ με αποτέλεσμα οι πωλήσεις των πινάκων του να μειώνονται σταθερά όπως σταθερά άρχισαν να μειώνονται και οι μαθητές του. Ακόμα και οι περισσότεροι φίλοι του, γύρισαν την πλάτη τους στον αξιοκατάκριτο πλέον καλλιτέχνη. Αντίθετα με την κοινωνία του Άμστερνταμ, η υπόλοιπη Ευρώπη δεν ενδιαφερόταν για την ζωή του καλλιτέχνη αλλά για τα έργα του. Έτσι η πλειοψηφία των πινάκων που πουλάει ο Ρέμπραντ την περίοδο αυτή, έχουν προορισμό διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις.
Τα οικονομικά του προβλήματα, όμως, αυξάνουν συνεχώς με αποτέλεσμα το 1658, να χάσει εκτός από όλα του τα υπάρχοντα και το σπίτι που είχε αγοράσει το 1939. Κατάφερε ωστόσο να μεταβιβάσει ορισμένα περιουσιακά του στοιχεία στον γιο του Τίτους και έτσι τα γλύτωσε από τους πιστωτές του.
Το 1663 πέθανε η επί πολλά έτη ερωμένη του Χέντρικε Στόφελς. Την εποχή εκείνη ο Ρέμπραντ είχε δηλωθεί στο κράτος ως άπορος ενώ στέγη και τροφή, φαινόταν, ότι του παρείχαν ο γιος του Τίτους και η Χέντρικε, με αντάλλαγμα τα έργα που δημιουργούσε. Αυτό γινόταν για να γλυτώσει από τους πιστωτές του όσους πίνακες ζωγράφιζε. Η οικονομική του κατάσταση παρέμενε σταθερά δύσκολη αν και δειλά δειλά είχαν αρχίσει ξανά οι πωλήσεις των πινάκων του.
Τελικά το 1668 πέθανε και ο γιος του Τίτους. Με μοναδική συντροφιά πλέον την κόρη του Κορνηλία, που είχε αποκτήσει με την Χέντρικε, και την τέχνη του έζησε για άλλο ένα χρόνο μέχρι τις 4 Οκτωβρίου του 1669 όπου άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 63 ετών.
Ένα από τα αγαπημένα θέματα του Ρέμπραντ, καθ’ όλη την διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας, ήταν οι συγγενείς του, τους οποίους απεικόνιζε σε διάφορες πόζες. Στις καλλιτεχνικές δημιουργίες του Ρέμπραντ, σημαντικό μέρος καταλαμβάνουν και τα χαρακτικά, που μάλιστα, τον κατατάσσουν ανάμεσα στους καλύτερους χαράκτες όλων των εποχών. Ο Ρέμπραντ υπήρξε αναμφισβήτητα σπουδαίος ζωγράφος, χαράκτης και δάσκαλος που η φήμη του έφτασε στο απόγειο της μετά τον θάνατο του. Αντίθετα με την πλειοψηφία των συναδέλφων του, ο Ρέμπραντ δεν ταξίδεψε προς αναζήτηση θεμάτων για να ζωγραφίσει. Αυτό έγινε κυρίως γιατί δεν του άρεσε να χάνει χρόνο ταξιδεύοντας. Χρόνο που μπορούσε να αφιερώσει, όπως και έκανε, στην τέχνη του.
Ολυμπία Κατσένη