Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Κρήτης – Εκδοχή Α’
Ταχιά ταχιά ν’ αρχιμηνιά ταχιά ν’ αρχή του χρόνου,
αρχή που βγήκεν ο Χριστός στη Γη να πορπατήξει,
και βγήκε και χαιρέτηξε ούλους τσί ζευγολάτες,
κι ο πρώτος που τ’ απάντηξε ήταν Άγιος Βασίλης.
Άγιε Βασίλη δέσποτα καλό ζευγάριν έχεις,
καλό το λέω αφέντη μου καλό και βλογημένο,
απού το βλόησε ο Χριστός με το δεξιό του χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό με το μαλαματένιο.
Να σε ρωτήξω δέσποτα πόσα μουζούρια σπέρνεις,
μετά χαράς αφεντη μου να σου το μολοήσω,
σπέρνω σταράκι δώδεκα κριθάρι δεκαπέντε,
ταΐ και ρόβι δεκοχτώ και από νωρίς στο σταύλο.
Ασήμι να ’ν τ ’αλέτρι σου χρουσάφι ο ζυγός σου,
ως και το βουκεντράκι σου τ’ Αγιοργιού κοντάρι,
κι η χέρα απού το κρατεί χρουσό μαργαριτάρι.
Ξύπνησε αφέντη ξύπνησε να φάμε και να πιούμε,
κι ακόμα δεν τον ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας εβάλεις τίβοτσι κι ύστερα να σφαλίξεις.
Και φέρε και τον πετεινό και φέρε και την όρθα,
και αν είναι από τη γαλανή κιανένα αυγουλάκι,
κι αν είναι από την κόκκινη ας είν` και ζευγαράκι,
κι απού το λαδοπύθαρο κιαμιά σταλιά λαδάκι,
κι αν και περισσότερο βαστούμε εμείς τ’ ασκάκι.
Κι αν είναι με το θέλημα χρύση μου περιστέρα,
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα.
Επά που καλαντήσαμε καλά μας επλερώσαν,
καλά να ’ναι τα έχει τών και τα αποδοματά των,
κι απού ’χει θηλυκό παιδί χρυσή μοίρα να κάμει,
πάλι και αν είναι αρσενικό στη σέλα καβαλάρης,
να σιέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάρι,
να το μαζώνει η μάνα του να ’χει χαρά μεγάλη.
Και εις έτη πολλά.
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Κρήτης – Εκδοχή Β’
Ταχειά ταχειά ν’ αρχιχρονιά κι αρχή του Γεναρίου,
αύριο ξημερώνεται τ’ Αγίου Βασιλείου.
Πρώτα που βγήκεν ο Χριστός στη γη να περπατήσει,
εβγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες.
Τον πρώτο που χαιρέτησε ήταν o Άγιος Βασίλης
– Καλώς τα κάνεις Βασιλειό, καλόν ζευγάριν έχεις;
-Καλό το λες αφέντη μου καλό και ευλογημένο,
που το ‘βλογά η χάρη σου με το δεξιό σου χέρι,
με το δεξιό με το ζερβό με το μαλαματένιο.
-Για πες μου Αη Βασίλη μου πόσα μουζούρια σπέρνεις;
-Σπέρνω σταράκι δώδεκα, κριθάρι δέκα πέντε
ταή και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Εθέρισα κι αλώνεψα κι έκαμα χίλια μόδια,
και τα κορκοσκινίσματα χίλια και πεντακόσια.
Μα τ’ άλλα δεν εμέτρησα γιατί Χριστός επέρνα,
και κειά που στάθην’ ο Χριστός χρυσόν δεντρίν εβγήκεν,
και κειά που μεταπάτησε χρυσό κυπαρισσάκι,
που ‘χε στην μέση τον σταυρό και στην κορφή την βρύση,
στα μεσοκλωναράκια του πέρδικα κακαρίζει.
-Κακάριζε κακάριζε πέρδικα κορωνάτη,
μα επά τον έχουν τον υγιό, το μοσχοκανακάρη.
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Κρήτης – Εκδοχή Γ’
Καλήν ημέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την Θείαν γέννηση να πω στ’ αρχοντικόν σας.
Σήμερον ειν’ αρχιμηνιά και είναι και πρώτη ημέρα,
και ήρθε ο Μάρτης και ηύρε μας τον καθαρόν αέρα.
Δώστε μας και τον κόπο μας, ότι ‘ναι ο ορισμός σας,
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.
Κι αν είναι με το θέλημα χρυσή μου περιστέρα,
άνοιξε και την πόρτα σου να πούμε καλησπέρα.
Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε μ’ υγεία να σας βρούμε,
στο σπίτι σας χαρούμενους κι όλοι να τραγουδούμε.
Και του καιρού χαιράμενοι να ειν’ η αφεντιά σας,
ο νοικοκύρης κι η κερά και τα παιδόγγονά σας.
Ταχιά – ταχιά ν’ αρχιμηνιά, ταχιά ν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά ‘ναι που επροπάτηξεν ο Κύριος του Κόσμου.
Εκιά που πέρασε ο Χριστός χρυσά δεντρά ανθούσαν,
κι απάνω στα κλωνάρια τους πέρδικες κελαηδούσαν.
Σε τούτονε τ’ αρχοντικό ερέχτηκα και μπήκα,
γιατί ‘ναι τα δοκάρια του μηλιές και κυπαρίσσα.
Μα ακόμη δεν το ηύρηκες το μάνταλο ν’ ανοίξεις,
να μας εδώσεις κατιτίς κι ύστερα να σφαλίξεις.
Κι εδά καληνυχτίζουμε κι εσένα πρωταφέντη,
ολοχρονίς στο σπίτι σου ο Θιός καλό να πέμπει.
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Κρήτης – Εκδοχή Δ’
Ταχιά ταχιά ειν’ αρχιμηνιά, ταχιά ειν’ αρχή του χρόνου,
ταχιά ειν’ όπου περπάτησε αφέντης μου στον κόσμο.
Και βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες,
κι ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν ο Αγιός Βασίλης.
– Ώρα καλή σου βασιλιά τι σπέρνεις την ημέρα,
με το στραβό, με το κουτσό με το στεφανοκέρι;
– Σπέρνω κριθάρι δώδεκα και στάρι δεκαπέντε,
ταγί και ρόβι δεκαοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.
Μουζούρι στάρι έσπειρα κάτου στο περιγιάλι,
και ωτί τ’ ανεργιαστήκανε περδίκια και λαγούδια.
– Στένω βροχάδες για λαγούς και πλάκες για περδίκια,
ούτε λαγούδια έπιασα, ούτε λαγούδια πιάνω.
Επά που καλαντρίσαμε καλά μας επληρώσαν,
πολλά να έχει τα έχη τους και τα ποδόματά τους.
Και αν έχουν και αρσενικό παιδί στη σέλα καθισμένο,
να σιέται να λυγίζεται να πέφτει το λογάδι,
να το μαζώνει η μάνα του, να ‘χει χαρά μεγάλη.
– Άψε Βαΐτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι,
και κάτσε και ντουσούντιζε ίντα θα μας εφέρει.
Για πα και για λουκάνικο, κι απ’ αγριμιού κομμάτι,
κι από τη μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι,
κι αν το ‘κανε κι η γαλανή ας είναι ζευγαράκι.