Αρχιμενιά κι αρχιχρονιά αρχή του Γεναρίου,
αρχή όπου περπάτησε ο Κύριος στον κόσμο,
ο πρώτος που συνάντησε ήταν άγιος Βασίλης.
Ώρα καλή σου αφέντη μου!
Τι σπέρνεις την ημέρα;
Φακές σιτάρι 18 κι από νωρίς στο στάβλο,
ταΐζω τα βουδάκια μου στην εκκλησιά μου πάω,
καλά τα λες αφέντη μου καλά και ευλογημένα,
αφού τα βλόγησες εσύ με την δεξιά σου χέρα,
με την δεξιά με την ζερβιά με την μαλαματένια.
Με μέρες τον συνάντησε πάλι τον ρωτάει.
Ώρα καλή σου αφέντη μου!
Πως πάνε τα σπαρμένα;
Λαγοί, περδίκια πέσανε κι όλα έφαγανέν τα.
Πάρε το τουφεκάκι σου κι άντε να τα σκοτώσεις.
Παίρνει το τουφεκάκι του και πάει να τα σκοτώσει,
ούτε λαγούδια σκότωσε ούτε περδίκια βρήκε,
κι έπιασε και ξεθέρισε όλα τ’ αποφαγούδια,
κι έκανε χίλια αμέτρητα και χίλια μετρημένα.
Καλά το λες αφέντη μου καλά κι ευλογημένα
αφού τα ευλόγησες εσύ με τη δεξιά σου χέρα
με τη δεξιά με τη ζερβιά με την μαλαματένια.
Ασήμι νάν’ τ’ αλέτρι σου μάλαμα ο ζυός σου,
και το βουδοκεντράκι σου τριανταφυλλιάς κλωνάρι,
και τα ζευλοδοτάκια σου όλο μαργαριτάρι.
Εσένα πρέπει αφέντη μου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια,
εσένα πρέπει αφέντη μου καριόλα να κοιμάσαι,
βελούδο να σκεπάζεσαι να μην κρυολογάσαι.
Πολλά ‘πάμε τ’ αφέντη μας ας πούμε στην κυρά μας,
κυρά ψηλή κυρά λιγνή κυρά καμαροφρύδα,
όταν ντυθείς και στολιστείς και πας στην εκκλησία,
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,
και του κοράκου το φτερό βάνεις καμαροφρύδη.
Πολλά ‘πάμε και στην κυρά ας πούμε και στη κόρη,
αν έχεις κόρη όμορφη πες της να μας κεράσει,
να τσ’ ευχηθούμε όλοι μας να ζήσει να γεράσει.
Πολλά ‘πάμε στην κόρη μας ας πούμε και του γιού μας,
αν έχεις γιο στα γράμματα και γιο εις το κοντύλι,
να τον ‘ξιώσει ο Θεός διδάσκαλος να γίνει.
Αν δε μου δώσεις την δραχμή δεν το κουνώ απ’ την αυλή,
κι αν δε μου σφάξεις κότα δεν φεύγω απ’ την πόρτα.
Σήκω να κάνεις αραντό κουράστηκα να γαλαντώ,
σήκω να κάνεις σούγλι γιατί ξεπαγιάσαμ’ ούλοι.
Και του χρόνου!