Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Ικαρίας – Α’ Εκδοχή
Άγιος Βασίλης έρχεται,
πο πίσω απ’ το καμάρι,
βαστά μυζήθρες και τυριά,
βαστά κι ένα γκινάρι.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε,
και του χρόνου να σας πούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε,
τα ράφια είν’ ασημένια,
του χρόνου σαν και σήμερα,
να ‘ναι μαλαματένια.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε,
και του χρόνου να σας πούμε.
Σένα σου πρέπ’ αφέντη μου,
καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάει η μέση σου,
η μαργαριταρένια.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε,
και του χρόνου να σας πούμε.
Πολλά ‘παμε στ’ αφέντη μας,
ας πούμε της κυράς μας,
κυρά ψηλή κυρά λιγνή,
κυρά μαυροματούσα.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
Αν έχεις κόρη έμορφη,
βάλτη μας κεράσει,
να ευχηθούμε όλοι μας,
να ζήσει να γεράσει.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
Κι αν έχεις γιο στα γράμματα,
βαλ’ τονε στο ψαλτήρι,
και ν’ αξιώσει ο Θεός,
να βάλει πετραχήλι.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε,
πέτρα να μη ραγίσει,
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χίλια χρόνια να ζήσει.
Φέρτε μας κρασί να πιούμε
και του χρόνου να σας πούμε.
https://www.youtube.com/watch?v=t2ZxxX1rBD8
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Ικαρίας – Β’ Εκδοχή
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά,
κι αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’ άγιος θρόνος.
Άγιος Βασίλης έρχεται από τον κάβο Πάπα,
βαστάει και στην πλάτη του μια μαλλιαρή θυλάκα,
να βάλει μέσα τα ψωμιά, τις τηγανίτες, τα λεφτά.
Εσένα αφέντη, πρέπει σου καρέκλα καρυδένια,
για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Και πάλι ξαναπρέπει σου, βάλε στραβά το φέσι σου,
και δίπλα το βρακί σου, να σκάσουν οι εχθροί σου.
Πολλά είπαμε τ’ αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας.
Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή, κυρά ταπανοφρύδα,
που έχεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος,
και του κοράκου τα φτερά τα ‘χεις ταπανοφρύδια.
Που όταν λουστείς και χτενιστείς και πας στην εκκλησιά σου,
η στράτα ρόδα γέμισε απ’ την περπατησιά σου.
Πολλά ‘παμε και της κυράς, ας πούμε και της κόρης.
Έχεις και κόρη όμορφη, που δεν έχει ιστορία,
ούτε στην Πόλη βρίσκεται, ούτε στη Βενετία.
Έχεις και κόρη όμορφη, βάλτηνε στο ζεμπίλι,
και κρέμασέτηνε ψηλά, να μη τη φάν’ οι ψύλλοι.
Πολλά ‘παμε, πολλά ‘παμε, μα δε μας εκεράσατε,
κι αν ακόμα θε να πούμε, βάλτε μας κρασί να πιούμε.
Εφάγαμε τον πετεινό, να φάμε και την κότα,
και δώστε το φλουράκι μας, να πάμε σ’ άλλη πόρτα.