Κολοκοτρώνης: ο Γέρος του Μοριά με μια Ματιά
Οι Κολοκοτρωναίοι ξεχώρισαν για τους αγώνες τους κατά των Τούρκων. Γενάρχης τους είναι ο Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης (ή Τσεργίνης) που έζησε τον 16ο αιώνα.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά, γεννήθηκε το 1770 και ήταν από τους πιο σημαντικούς στρατηγούς στην Επανάσταση του 1821. Η μάχη στο Βαλτέτσι, η άλωση της Τριπολιτσάς, και η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια, φέρουν την υπογραφή του.
Παρά τα σπουδαία κατορθώματά του, αντιμετώπισε φθόνο και έχθρα ακόμη κι από συμπολεμιστές του. Το 1824 Έλληνες πολιτικοί του αντίπαλοι, δολοφόνησαν το γιο του, Πάνο Κολοκοτρώνη. Ο Γέρος του Μοριά τους συγχώρεσε για το καλό του Γένους.
Στήριξε τον Καποδίστρια, όσο κανένας άλλος. Αργότερα, η Αντιβασιλεία τον κατηγόρησε ότι σχεδίαζε να ανατρέψει τον ανήλικο Βασιλιά και με μια δίκη-παρωδία τον καταδίκασε σε θάνατο. Τελικά, πέθανε από φυσικά αίτια το 1843.
Οι Κολοκοτρωναίοι
Οι Κολοκοτρωναίοι ήταν από τις πιο ονομαστές οικογένειες της Κλεφτουριάς και διακρίθηκαν για τους αγώνες τους ενάντια στους Τούρκους. Γενάρχης των Κολοκοτρωναίων θεωρείται ο Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης (ή Τσεργίνης) που είχε ζήσει τον 16ο αιώνα και είχε καταφύγει στο Λιμποβίσι της Αρκαδίας, μετά την καταστροφή του χωριού του από τους Τούρκους. Στην αρχή στα απομνημονεύματα του, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γράφει ένα περιστατικό για τον Δημητράκη Τσεργίνη, γιο του Τριανταφυλλάκου: Ο Δημητράκης είχε πιαστεί αιχμάλωτος από Τουρκαλβανούς. Οι φύλακές του, που τον κρατούσαν αλυσοδεμένο, τον ρώτησαν αν θέλει να του λύσουν τις αλυσίδες και να δουν αν πηδάει πιο μακριά από αυτούς. Ο Δημητράκης αποκρίθηκε ότι στοιχηματίζει πως θα τους ξεπεράσει κι ας έχει τις αλυσίδες κι όταν το κατάφερε τον άφησαν ελεύθερο.
Ο Δημητράκης είχε τρεις γιούς, τον Χρόνη, τον Λάμπρο και τον Δήμο που πέρασαν 12 χρόνια σαν Κλέφτες στη Ρούμελη κι επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Το παιδί του Δήμου Τσεργίνη άλλαξε το επίθετό του σε Μπότσικας, επειδή ήταν μικροκαμωμένος και μαυριδερός. Ο Κολοκοτρώνης γράφει στα απομνημονεύματά του και την προέλευση του ονόματός του: Ένας Αρβανίτης είδε τον Γιάννη, γιο του Μπότσικα και είπε “Βρε, τι Μπιθεκούρας είναι αυτός!”, δηλαδή ότι ο κώλος του είναι σαν κοτρώνι. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνεχίζει τα απομνημονεύματά του λέγοντας ότι από το 1553 που ήρθαν οι Τούρκοι στον Μοριά, οι Κολοκοτρωναίοι δεν τους αναγνώρισαν και ήταν σε διαρκή πόλεμο.
Ο Κωνσταντής, πατέρας του Θεόδωρου, ήταν αρχηγός των Αρματολών στην Κόρινθο. Ήταν τόσο ονομαστός που οι Τουρκαλβανοί μισθοφόροι των Τούρκων είχαν σαν όρκο “να μη γλυτώσω από του Κολοκοτρώνη το σπαθί”. Το 1769, ξεκίνησαν τα Ορλωφικά, μια περίοδος του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774). Τα ρωσικά στρατεύματα με επικεφαλής τον ναύαρχο Ορλώφ, αποβιβάστηκαν στη Πελοπόννησο.
Ο Κωνσταντής πολεμούσε και η γυναίκα του είχε βρει καταφύγιο στα βουνά. Εκεί, στις 3 Απριλίου του 1770 γέννησε τον Θεόδωρο “εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την πάλαιαν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι”. Κι ενώ οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, έπρεπε να περάσουν άλλα 50 χρόνια ώστε να γίνει πραγματικότητα η Ελληνική Ανεξαρτησία, επειδή οι περισσότεροι Έλληνες δεν συμμετείχαν.
To 1780, οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Καπετάμπεη, πολιόρκησαν τους πύργους της Καστάνιας (ή Καστάνιτσας) της Μάνης, όπου βρίσκονταν οι Κολοκοτρωναίοι και ο Κλέφτης Παναγιώταρος, στα πλαίσια επιχειρήσεων εκκαθάρισης εστιών αντίστασης. Μετά από καιρό πολιορκίας και με τα εφόδια να τελειώνουν επιχείρησαν έξοδο. Ο Κωνσταντής σκοτώθηκε όπως και δυο αδέρφια του και πολλά από τα παλικάρια τους.
Η μητέρα του Κολοκοτρώνη κατάφερε να ξεφύγει και να σώσει δύο από τα έξι παιδιά της, και πήγε στη Μάνη. Από τα αδέρφια του Κωνσταντή γλύτωσε μόνο ο Αναγνώστης, θείος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τον Παναγιώταρο τον πιάσαν ζωντανό και τον σκότωσαν μετά οι Μπαρδουνιώτες.
Στην προεπαναστατική περίοδο (από τα Ορλωφικά μέχρι το 1821) σκοτώθηκαν περίπου 70 Κολοκοτρωναίοι. Οι πιο γνωστοί από τους Κολοκοτρωναίους είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (γνωστός και ως Γέρος του Μοριά) και ο πατέρας του Κωνσταντής.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: ο Γέρος του Μοριά
Στις 3 Απριλίου του 1770 γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του 1821, γνωστός και ως ο Γέρος του Μοριά. Διακρίθηκε για την στρατηγική του σκέψη, το θάρρος του, την αγαθή του καρδιά και τον έντιμο χαρακτήρα του. Πίστευε στον Θεό κι έλεγε: “Έλληνες, ο Θεός υπέγραψε για την ελευθερία της πατρίδος και δεν την παίρνει πίσω την υπογραφή του” και στον λόγο στην Πνύκα ότι πολέμησαν “πρώτα Υπέρ Πίστεως και έπειτα Υπέρ Πατρίδος”.
Κατά τα Ορλωφικά, η γυναίκα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, είχε βρει καταφύγιο στα βουνά. Εκεί, στις 3 Απριλίου του 1770 γέννησε τον Θεόδωρο “εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την πάλαιαν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι”.
To 1780, οι Τούρκοι με επικεφαλής τον Καπετάμπεη, πολιόρκησαν τους πύργους της Καστάνιας (ή Καστάνιτσας) της Μάνης, όπου βρίσκονταν οι Κολοκοτρωναίοι και ο Κλέφτης Παναγιώταρος, στα πλαίσια επιχειρήσεων εκκαθάρισης εστιών αντίστασης. Μετά από καιρό πολιορκίας και με τα εφόδια να τελειώνουν επιχείρησαν έξοδο. Ο Κωνσταντής σκοτώθηκε όπως και δυο αδέρφια του και πολλά από τα παλικάρια τους.
Η μητέρα του Κολοκοτρώνη κατάφερε να ξεφύγει και να σώσει δύο από τα έξι παιδιά της, και πήγε στη Μάνη.
Το 1785 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έγινε αρματωλός και το 1790 παντρεύτηκε την Αικατερίνη Καρούσου, κόρη του προεστού του Λεονταρίου. Έγινε Κλέφτης στην Πελοπόννησο, ξεχώρισε για την ανδρεία του κι έγινε πρωτοπαλίκαρο του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Το 1792 βοήθησε, μαζί με τον Ζαχαριά, τον Ανδρούτσο (πατέρα του Οδυσσέα) στην υποχώρησή του προς τα βόρεια του Μοριά.
Οι Κλέφτες είχαν δυναμώσει πολύ και οι Τούρκοι έβαλαν στόχο να τους εξοντώσουν. Για να το καταφέρουν έδωσαν πολλά χρήματα στους Κοτζαμπάσηδες και τους έπεισαν να τους βοηθήσουν. Το 1802, ο βοεβόδας της Πάτρας έστειλε φιρμάνι στους Κοτζαμπάσηδες να σκοτώσουν τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Νικόλαο Πετιμεζά. Ο Ζαΐμης είχε σχεδόν στα χέρια του τον Πετιμεζά και ο Δεληγιάννης έβαλε δυο προεστούς να ορκιστούν ότι θα σκοτώσουν τον Κολοκοτρώνη και προσπαθούσε επί μήνες να πετύχει τον σκοπό του.
Τον Σεπτέμβριο του 1803 ο Δεληγιάννης καταγγέλλει τον Κολοκοτρώνη ως Αρματωλό και συνεννοείται με τους Λαλαίους. Τον Μάρτη του 1804, 400 Τούρκοι αποκλείουν τους Κολοκοτρωναίους σε ένα χωριό και προσπαθούν να τους σκοτώσουν, γίνεται μάχη για δυο μέρες και το βράδυ έκαναν έξοδο και διέφυγαν.
Οι Κολοκοτρωναίοι είχαν φτάσει κυνηγημένοι στην Τσακωνία και ζήτησαν από τους κοτζαμπάσηδες λίγα τρόφιμα, για να πάρουν την απάντηση: “για τα τομάρια σας έχουμε μοναχά βόλια!”. Τότε οι Κολοκοτρωναίοι επιτέθηκαν και κατέκαψαν τα σπίτια των κοτζαμπάσηδων και όσων τους χτυπούσαν με τουφέκια. Οι προεστοί που επέζησαν ζήτησαν βοήθεια από τον διοικητή της Τριπολιτσάς κι αυτός έφτιαξε ένα ισχυρό εκστρατευτικό σώμα.
Ο Γέρος του Μοριά το 1805 κατέφυγε στη Ζάκυνθο για να επιστρέψει στην Πελοπόννησο το 1806. Στη Ζάκυνθο ο Κολοκοτρώνης μαζί με πολλούς Σουλιώτες, Ρουμελιώτες και Πελοποννήσιους στέλνουν αναφορά στον Αλέξανδρο, Αυτοκράτορα της Ρωσίας και του ζητούν να βοηθήσει να ελευθερωθεί η Ελλάδα.
Στα ρωσοκρατούμενα Επτάνησα οι Ρώσοι τους πρότειναν να ενταχθούν στο ρωσικό στρατό και να πολεμήσουν τους Γάλλους στην Ιταλία. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν το δέχτηκε: “Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε στρατιώτας δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδες στρατιώτας. Μια φορά εβαπτισθήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μίαν δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας”. Τότε κάποιοι Έλληνες πήγαν να πολεμήσουν στην Νάπολη.
Οι Τούρκοι στέλνουν αναφορές στον Σουλτάνο κι αυτός αναγκάζει τον Οικουμενικό Πατριάρχη να αφορίσει τους Επαναστάτες. Ο Σουλτάνος έβγαλε φιρμάνι να σκοτωθούν όλοι οι κλέφτες και εντάθηκαν οι διωγμοί εναντίον τους με πρωτοστάτες τους προεστούς. Ο Πετιμεζάς, ο Ζαχαριάς και ο Γιαννιάς είχαν σκοτωθεί νωρίτερα και ο Κολοκοτρώνης έμεινε με 150 παλικάρια, κυνηγημένος από Τούρκους κι Έλληνες.
Οι Κολοκοτρωναίοι τα πληροφορήθηκαν και βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Πολλοί έλεγαν να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Όσοι από τους 150 δεν είχαν σκοτωθεί, χωριστήκαν σε ομάδες για να σωθούν λέγοντας ο ένας στον άλλο “καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο”. Ο Κολοκοτρώνης ήταν με 19 συγγενείς του και κάποιον καπετάν Γιώργο. Σε δυο εβδομάδες πέθαναν όλοι όσοι δεν ήταν μαζί με τον Κολοκοτρώνη.
Αυτή την περίοδο σκοτώθηκαν περίπου 30 Κολοκοτρωναίοι, ενώ άλλοι 40 είχαν πεθάνει νωρίτερα στα προεπαναστατικά χρόνια (Ορλωφικά κτλ). Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατάφερε να διαφύγει στη Ζάκυνθο το 1807 παρά τις προδοσίες των Ελλήνων και το κυνήγι των Τούρκων.
Το 1810 κατατάχτηκε σε σώμα Ελλήνων εθελοντών του αγγλικού στρατού. Διακρίθηκε για τη δράση του ενάντια στους Γάλλους και πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη. Από εκεί προέρχεται και η επίσημη στολή με την χαρακτηριστική κόκκινη περικεφαλαία με τον λευκό σταυρό.
Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και στη συνέχεια μύησε και άλλους αγωνιστές.
Τον Ιανουάριο του 1821 έφυγε από την Ζάκυνθο μεταμφιεσμένος σε καλόγερο, και ξεκίνησε τις προετοιμασίες για την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη κατέλαβε την Καλαμάτα και συνεργάστηκε στενά με τον Παπαφλέσσα. Ο Γέρος του Μοριά, από την αρχή πρότεινε την πολιορκία της Τριπολιτσάς, του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Τούρκων στην Πελοπόννησο.
Τον Απρίλιο και τον Μάιο έγινε η μάχη στο Βαλτέτσι. Στα μέσα του μήνα ο Κολοκοτρώνης έστησε στρατόπεδο στο Βαλτέτσι συγκεντρώνοντας τους περισσότερους επαναστάτες της Πελοποννήσου. Ο Μουσταφά Μπέης, επικεφαλής 4000 Τούρκων, επιχείρησε στις 24 Απριλίου αιφνιδιαστικό χτύπημα, κατέλαβε το χωριό και διέλυσε εν μέρει το στρατόπεδο. Κι ενώ ο Κυριάκος Μαυρομιχάλης αντιμετώπιζε με δυσκολία τους Τούρκους, κατέφτασε το σώμα του Πλαπούτα και χτύπησε τα τουρκικά μετόπισθεν τρέποντάς τους σε φυγή, με τον Κολοκοτρώνη να τους απωθεί προς την Τριπολιτσά. Το ελληνικό στρατόπεδο ανασυγκροτήθηκε κι έφτασαν ενισχύσεις από διάφορες περιοχές, αλλά το ηθικό είχε πέσει πολύ. Στις 13 Μαΐου οι Τούρκοι επιχείρησαν έξοδο από την Τριπολιτσά προς το Βαλτέτσι. Επί 23 ώρες μαινόταν η μάχη που έληξε με νίκη των Ελλήνων.
Στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να τεθεί ως επόμενος στόχος η Πάτρα, όμως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Ανδρέας Ζαΐμης και οι υπόλοιποι πρόκριτοι της Αχαΐας, δημιούργησαν εμπόδια επειδή δεν ήθελαν να μεγαλώσει το πολιτικό έρεισμα του Γέρου του Μοριά. Το πολεμικό συμβούλιο του επέτρεψε να πολιορκήσει την Πάτρα αλλά δεν του έδωσαν καμία βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης μόνος του με τα παλικάρια του δεν μπορούσε να καταφέρει πολλά και τον Ιούνιο του 1822 εγκατέλειψε την πολιορκία και η Πάτρα έμεινε υπόδουλη μέχρι το 1828, οπότε απελευθερώθηκε από τον στρατηγό Μαιζόν, επικεφαλής γαλλικού σώματος.
Μετά από ένα μήνα ο Κολοκοτρώνης χτυπάει τον Δράμαλη στα Δερβενάκια και κατάφερε την πιο σημαντική νίκη της Επανάστασης.
Το 1824 η αντιπαλότητα των παρατάξεων κατέληξε σε εμφύλιο. Στις 13 Νοεμβρίου, οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κολοκοτρώνη σκότωσαν τον γιο του Πάνο, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την κόρη της Μπουμπουλίνας, Ελένη. Ο Γέρος του Μοριά παραδίνεται για να τερματιστεί ο εμφύλιο και φυλακίζεται στην Ύδρα. Αναγκάστηκαν όμως να τον απελευθερώσουν το 1825, μετά από πρόταση του Παπαφλέσσα προς την κυβέρνηση Κουντουριώτη, επειδή ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Όμως τα πράγματα είχαν πάρει άσχημη τροπή και ο Γέρος παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του δεν τα κατάφερε. Τελικά ο Ιμπραήμ, που προετοίμαζε απόβαση στις Σπέτσες και στην Ύδρα, νικήθηκε στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας συνεργάστηκε στενά με τον Κολοκοτρώνη, που είχε αναγνωρίσει από νωρίς την αξία του Γέρου του Μοριά. Για άλλη μια φορά η διεκδίκηση εξουσίας και η αντιπαλότητα στις διάφορες παρατάξεις των Ελλήνων είχε κακό τέλος: την δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Κολοκοτρώνης την σχολίασε με το παρακάτω μύθο:
Τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν’ απαλλαγούν απ’ τα σαμάρια κι απ’ το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. ‘Ετσι κι έγινε. Αμέσως όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά, μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μάστορά τους. Έτσι τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πληγώνουν τα δυστυχισμένα γαϊδούρια, που δεν άργησαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν από το κακό στο χειρότερο.
Αργότερα, η Αντιβασιλεία του Όθωνα κατηγόρησε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ότι προετοίμαζαν ανατροπή του ανήλικου Βασιλιά. Σε μια στημένη δίκη καταδικάστηκαν σε θάνατο, μα γλύτωσαν χάρη στη γενναία στάση δύο θαρραλέων δικαστών, του Αναστάσιου Πολυζωίδη και του Γεώργιου Τερτσέτη, που αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδικαστική απόφαση. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κι όταν, ενήλικος πια, ανέλαβε ο Βασιλιάς Όθων τους απένειμε χάρη.
Πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 από φυσικό θάνατο στην Αθήνα, μετά το γλέντι για το γάμο του μικρού του γιου. Ο Κολοκοτρώνης είχε συνειδητοποιήσει ότι οι Έλληνες έπρεπε να βασίζονται στις δικές τους δυνάμεις κι έλεγε χαρακτηριστικά “ότι κάμομε θα το κάμομε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα από τους ξένους”.
Δείτε το αφιέρωμα της Ματιάς για τις εθνικές εορτές, την 25η Μαρτίου 1821, την 28η Οκτωβρίου 1940, κάνοντας κλικ εδώ!
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, της Αμαλίας Ηλιάδη
Το «Λιοντάρι του Μοριά» υπήρξε θρυλική μορφή που έδρασε κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας το 1770. Έμεινε ορφανός σε ηλικία 10 ετών το 1780. Από πολύ μικρός, μόλις 15 ετών, προσχώρησε στην ομοσπονδία Ζαχαρία ξεκινώντας μία πορεία που έμελλε να τον αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους, πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Τις πρώτες μεγάλες μάχες του τις έδωσε με τον Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα, βοηθώντας τον να περάσει στη Στερεά Ελλάδα. Ήδη από τις μάχες αυτές ξεχώρισε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τον Ναπολέοντα το 1797 εντάθηκε η απελευθερωτική κίνηση και αυτός βρισκόταν στις πρώτες γραμμές. Ξέφυγε από τον κλοιό των Τούρκων στην Ξεροκερπινή και κατέφυγε στη Ζάκυνθο το 1805. Επέστρεψε όμως στη Μάνη, όπου αντιμετώπισε το άσβεστο μίσος των Τούρκων αλλά και των προεστών και αφορίστηκε από τον Πατριάρχη. Το 1806 είκοσι οκτώ μέλη της οικογένειάς του εξοντώθηκαν από προδοσία της μονής Αιμυαλών, όπου είχαν βρει καταφύγιο. Ο ίδιος σώθηκε επειδή έτυχε να μην βρίσκεται στη μονή. Έτσι κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, τον Μπότσαρη και άλλους που είχαν καταφύγει και αυτοί στα Επτάνησα λόγω της καταδίωξής τους από τον Αλή Πασά.
Ανέπτυξε δράση και συγκρότησε τον πρώτο ελληνικό στόλο αποτελούμενο από 70 πλοία. Ο στόλος αυτός έδρασε από το 1807 έως το 1808, οπότε σταμάτησε έπειτα από επέμβαση του Πατριαρχείου. Στη συνέχεια, ο Κολοκοτρώνης συνεργάστηκε με τον Αλή Φαρμάκη κάνοντας σχέδια για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Από το 1810 έως το 1816 υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό στη Ζάκυνθο και παράλληλα μελέτησε την ιστορία της Ελλάδας. Το 1816 αποτάχθηκε και για επιβιώσει έγινε ζωέμπορος. Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Το 1821 έφυγε από τη Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο. Ανέλαβε στρατιωτική δράση και πραγματοποίησε τις πρώτες του στρατιωτικές νίκες, όπως την κατάληψη της Καλαμάτας το Μάρτιο του 1821, την κατάληψη του Βαλτετσίου στις 12-13 Μαρτίου 1821, την άλωση της Τριπολιτσάς στις 26 Σεπτεμβρίου 1821. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση τον ανακήρυξε Αρχιστράτηγο όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου.
Το 1823-1825 ξέσπασαν οι εμφύλιες διενέξεις μεταξύ των πολιτικών – προεστών από τη μια πλευρά και των οπλαρχηγών από την άλλη. Τότε σκοτώθηκε ο γιος του Πάνος και ο ίδιος περιορίστηκε στη μονή του Προφήτη Ηλία της Ύδρας. Τελικά όμως αφέθηκε ελεύθερος για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ που είχε κατέβει στο Μοριά, καταφέρνοντας έτσι να κρατήσει την Επανάσταση ζωντανή.
Μετά την απελευθέρωση ήταν στο πλευρό του Καποδίστρια, αργότερα όμως, κατά την Αντιβασιλεία, αποκλείστηκε από τον τακτικό στρατό που συγκροτήθηκε και έμεινε άνεργος, όπως και τόσοι άλλοι οπλαρχηγοί που πολέμησαν και πρόσφεραν στον Αγώνα.
Κατηγορήθηκε τότε για εσχάτη προδοσία και ανατρεπτικές τάσεις, συνελήφθη επί Αντιβασιλείας και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία (7 Σεπτεμβρίου 1833). Ο τότε πρωθυπουργός, Σπυρίδων Τρικούπης, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όπως και οι Πραίδης και Ψύλλας. Στη θέση του πρωθυπουργού διορίστηκε ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος δεν ήταν φιλικά κείμενος προς τον Κολοκοτρώνη, τον οποίο φυλάκισε στο Ιτς Καλέ μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Πλαπούτα, για πέντε μήνες.
Στις 3 Απριλίου 1834 άρχισε η δίκη με τον Άγγλο εισαγγελέα Μασόν. Απέναντι στις κατηγορίες που του προσάπτουν, ο Κολοκοτρώνης θα απαντήσει: «Εγώ κρατώ στο σολντάτο 49 χρόνια και πολεμώ για την πατρίδα». Καταδικάστηκαν τελικά σε θάνατο στις 26 Μαρτίου, χωρίς όμως να υπογραφεί η απόφαση από τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αθανάσιο Πολυζωίδη και τον δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη. Η λαϊκή αγανάκτηση εμπόδισε την εκτέλεση τους και παρέμειναν στη φυλακή, στο Παλαμήδι, έως την ενηλικίωση του Όθωνα, ο οποίος τους έδωσε χάρη και τους αποφυλάκισε στις 27 Μαΐου 1835.
Ο Όθωνας απένειμε τιμές και αξιώματα στο «Γέρο του Μοριά». Από το 1835 ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1843. Θάφτηκε στο Α΄ νεκροταφείο και τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Τριπολιτσά όπου τοποθετήθηκαν σε κρύπτη στο μνημείο των προκρίτων στην πλατεία του Άρεως.
Παρακινούμενος από τον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης του υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του και καταγράφηκαν με τον τίτλο: «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής – από το 1770 έως το 1836». Έργο σημαντικό, περιεκτικό και αυθεντικό, αποτελεί σημαντική πηγή για την ιστορία του Αγώνα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1) Βουρνά Τάσου, «Αρματωλοί και κλέφτες».
2) Βλαχογιάννη Γιάννη, «Κλέφτες του Μοριά».
3) Θεοφανίδου Ιωάννου, «Ιστορικόν Αρχείον. Απρίλιος 1934».
4) Κανδηλώρου Τάκη, «Η δίκη του Κολοκοτρώνη και η Ελληνική επανάστασις».
5) Κοκκίνου Διονυσίου, «Η Ελληνική επανάστασις».
6) Λαμπρινίδου Μιχαήλ, «Η Ναυπλία».
7) Μακρυγιάννη Γιάννη, «Απομνημονεύματα».
8) Παπαρρηγοπούλου Κων., «Ιστορία του Ελληνικού έθνους».
9) Στασινοπούλου Χρήστου, «Ο αληθινός Κολοκοτρώνης».
10) Τερτσέτη Γεωργίου, «Κολοκοτρώνη απομνημονεύματα».
11) Τρικούπη Σπυρίδωνος, «Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως».
12) Τσουκαλά Γ. (Βιβλιοθήκη), «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21».
13) Φωτάκου Χρυσανθοπούλου, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής επαναστάσεως».