Μάνα μου, εγώ’ μαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
όπου το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! Όπου κι αν στραφεί κι απ όπου κι αν περάσει,
δε βρίσκει πέτρα να σταθεί, κλωνάρια να πλαγιάσει.
Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη,
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλεύω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι,
κι άλλη δεν έχω άγκυρα πλην την ευχή σου μόνη.
Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω,
Μεσ’ στο βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.
Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
του ριζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω,
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κι εκεί να βρω τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.
Να της ειπώ: είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
Ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα, φύκια κι άμμο.
Είναι κι η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
Π’ αρνήθηκε την Παναγιά κι οπ’ έλεος δεν θαύρη.
Κι εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι εκείνη απελογήθη:
«Ήτο ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που΄γεννήθης·
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες·
όντας σε έπλασ’ ο Θεός δεν είχε άλλες μοίρες».