Πρόοδος και συντήρηση: έννοιες αναγκαστικά αντιθετικές;
Τελευταία παρατηρώ με ιδιαίτερη προσοχή την σχεδόν πλήρη ανατροπή των εννοιών του προοδευτικού και του αντιδραστικού-οπισθοδρομικού κατά τη διάρκεια της μετά το ΔΝΤ εποχής γενικώς. Επί δεκαετίες το λεγόμενο προοδευτικό κίνημα θεωρούσε αντιδραστικό όποιον π.χ. προσπαθούσε να διατηρήσει τα κεκτημένα του υπερασπίζοντας την εθνική ιδιοπροσωπεία του. Ειρωνεία της τύχης; Μπορεί, γιατί το ρόλο αυτό έχουν αναλάβει σήμερα οι πάλαι ποτέ προοδευτικοί. Επίσης, έως προσφάτως, στη μαύρη λίστα της «αντίδρασης» κατηγοριοποιούνταν όσοι είχαν μία έφεση να γυρίζουν τα φυσικά και πνευματικά τους όμματα στο παρελθόν, είτε αυτό είναι αρχαίο, είτε βυζαντινό, είτε τέλος πάντων προπολεμικό. Θυμούμενοι τη φράση ενός καθαρόαιμου «αντιδραστικού», του Μάνου Χατζιδάκι: «Όταν δεν μπορείς να δεις φως από το σήμερα ανοίγεις παλιά σεντούκια», στους χαλεπούς καιρούς μας διαπιστώνουμε πως τα παραδείγματα της πλήρους ανατροπής των εν λόγω εννοιών, του αντιδραστικού και του προοδευτικού, είναι πάμπολλα και κυμαίνονται από την ενεργή αντίσταση συντηρητικών πολιτών προς τη διαχείριση των δημοσίων δαπανών που έκαναν οι προοδευτικές δυνάμεις έως τη νοσηρή εμμονή των προοδευτικών συνδικαλιστών να διατηρήσουν τα αριστοκρατικά προνόμια που με περισσή φροντίδα πολιτικοί όλων των κομμάτων φρόντισαν να τους μοιράσουν από το ’74 και μετά για να έχουν την εύνοια και την ψήφο τους. Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, η τωρινή αντίδραση συνδέεται ουσιαστικώς με την πρόοδο, αφού πρόκειται για μία άρνηση της παρακμής και της χρεοκοπίας. Ο αντιδραστικός του 2012 δεν είναι ο εκμεταλλευτής του ιδρώτα του λαού, όπως τον έχει κατηγοριοποιήσει η Αριστερά, αλλά ο αντεπαναστάτης του κρατισμού, του βολέματος και της διαφθοράς που οδήγησε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Ο αντιδραστικός δεν ταυτίζεται αξιωματικώς με τη Δεξιά, όπως θέλουν να πιστεύουν οι ίδιες δυνάμεις, διότι οι απογοητευμένοι από τη δημοκρατία, όπως λειτουργούσε έως σήμερα, μπορούν να ανευρεθούν και στην αντίπερα όχθη. Σε περιόδους κρίσεως όλο και περισσότεροι άνθρωποι κοιτούν προς τα πίσω. Έχουν ανάγκη να δουν από πού έρχονται, να μάθουν πού πηγαίνουν και πού οφείλουν να πάνε.
Σε αυτό το πολιτικό τοπίο περισσεύουν η υποκρισία, οι όψιμες κατηγορίες για χρηματισμό και οι ανέξοδες ρητορείες περί αποκοτιάς ή αξιοπρέπειας. Λείπουν όμως τα μακρόπνοα οράματα, ο επιτελικός σχεδιασμός και η επαρκής και έντιμη έγνοια για το δημόσιο συμφέρον, το οποίο καταφανώς δεν μπορούν ούτε και θέλουν να υπηρετήσουν οι κυρίαρχοι κομματικοί σχηματισμοί και τα δήθεν αντιμνημονιακά παραρτήματά τους. Όσο για τον πατριωτισμό, αυτός -όταν δεν διασύρεται από τον καιροσκοπικό «μαυρογιαλουρισμό»- γίνεται πρόσχημα για να λεηλατηθεί η λαϊκή αγανάκτηση.
Η πάνδημη απαξίωση του κομματικού κόσμου, ο οποίος συναγελάζεται με τον υπόκοσμο και συνεπικουρείται από αυτόν -απαξίωση που εκφράστηκε με ενάργεια και στις πιο πρόσφατες εκλογές-, είναι απότοκος της γενικευμένης συνειδητοποίησης ότι η πλειονότητα των πολιτευομένων είναι ενεργούμενο της επιχειρηματικής λωποδυσίας. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πολιτικά αναξιοπρεπείς και διανοητικά λίγοι. Γνωρίζουν οι πολίτες ότι δεν έχουν τίποτε να περιμένουν από τους υποτακτικούς της κληρονομημένης κομματικής ολιγαρχίας. Γιατί τι μπορεί να περιμένεις απ’ όσους έχουν αποδεχτεί ότι η χώρα πρέπει να κυβερνάται -τρόπος του λέγειν- ελέω ονόματος από γιούς, θυγατέρες και ανίψια; Πόσες εκπτώσεις αντέχει η ψευδεπίγραφη Δημοκρατία μας κι από ποιο σημείο και μετά οι εκπτώσεις γίνονται ξεπούλημα; Οι ερωτήσεις είναι ρητορικές, μόνο που αυτή τη φορά κανείς δεν είναι σίγουρος για το πού βρίσκεται η κόκκινη γραμμή καθενός.
Ο ψιμυθιωμένος δικομματισμός και τα παρακολουθήματά του θα μετέλθουν τις συνήθεις τριτοκοσμικές πρακτικές της τρομοκράτησης, της μικροπολιτικής ομηρίας και της ατομικής εκδούλευσης. Η καθεστωτική Αριστερά, έχοντας προ πολλού απολέσει το ηθικό της πλεονέκτημα, θα επενδύσει στον συναισθηματικό εκβιασμό, ελπίζοντας να επιβιώσει στο περιθώριο ή να συνεχίσει την επιτυχημένη καριέρα της ως κολαούζος της εξουσίας.
Εξάλλου, μέχρι πριν από τρία χρόνια οποιοσδήποτε έθετε θέμα βίαιης υποβάθμισης του κέντρου της Αθήνας ήταν αυτόματα ρατσιστής. Στη συζητήσιμη λογική ότι αν κάποιος καβαλήσει το μπαλκόνι σου και εσύ φωνάξεις, είσαι αφιλόξενος, όποιος φώναζε ότι τα καραβάνια των λαθρομεταναστών πρέπει να σταματήσουν να μπαίνουν στη χώρα ήταν ρατσιστής. Σύμβουλος του πρώην υφυπουργού Προστασίας του Πολίτη Σπύρου Βούγια ήταν η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ, η οποία όταν έφυγε από το υπουργείο έκανε την εκπομπή «Οι φυλές της Αθήνας», με το δελτίο Τύπου της εποχής να λέει ότι «…ανιχνεύει τις ευτυχείς συγκυρίες της πολυπολιτισμικότητας μέσα από τη συχνά δύσκολη πραγματικότητα της μετανάστευσης». Πριν από δύο περίπου χρόνια 300 μετανάστες από το Μαγκρέμπ μεταφέρονταν εν χορδαίς και οργάνοις στο πανεπιστημιακό άσυλο της Νομικής και εν συνεχεία στο μέγαρο «Υπατία», με σκοπό να μη φύγουν προτού πάρουν από την κυβέρνηση εγγυήσεις παραμονής.
Στους ανθρώπους αρέσει να βάζουν ημερομηνίες για να οριοθετήσουν κρίσιμες καμπές της Ιστορίας. Στο κέντρο της Αθήνας το πρόβλημα με τους λαθρομετανάστες υπήρχε για χρόνια, αλλά η ημερομηνία που οι Αθηναίοι της περιοχής κατάλαβαν ότι το πρόβλημα δεν ήταν να αντιληφθούν «τις ευτυχείς συγκυρίες της» είναι πια δραματικά διαχρονικής αξίας… Οι Θιβετιανοί λένε ότι η ψυχή του νεκρού μένει στο χώρο όπου ζούσε για 40 μέρες μέχρι να αποφασίσει ότι ανήκει σε άλλον κόσμο και να φύγει. Το ερώτημα είναι για πόσο καιρό οι Έλληνες θα γυρνάνε γύρω από μια παλαιοκομματική-κρατικοδίαιτη Ελλάδα που έχει τελειώσει εδώ και τρία χρόνια…
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
Φιλόλογος-Ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ το Α.Π.Θ.)
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων