Είναι ηλίου φαεινότερον πλέον ότι οι κυβερνώντες σήμερα ολιγώρησαν ασυγχώρητα, εγκληματικά θα έλεγα. Όφειλαν -και παρέλειψαν- έγκαιρα να συνειδητοποιήσουν την έκταση του προβλήματος, έγκαιρα να γνωστοποιήσουν στον κόσμο το τσουνάμι που έβλεπαν πως ερχόταν, έγκαιρα να επισημάνουν τις πραγματικές του συνέπειες για τον απλό άνθρωπο και έγκαιρα να εξορκίσουν και να καταγγείλουν σκληρά τις ιδεοληψίες, έγκαιρα να αποφασίσουν και να δράσουν αποτελεσματικά. Αντίστοιχη είναι και η ευθύνη της μείζονος αντιπολίτευσης που όφειλε να παραμερίσει τις εγωπαθείς φιλοδοξίες επιστροφής στην εξουσία, να μην καλλιεργεί φρούδες ελπίδες στο λαό.
Αν με αυτή την εντελώς στρεβλή λογική, τον φόβο του πολιτικού κόστους και την εξουσιομανία δεν καθυστερούσαν τις ουσιαστικές αποκρατικοποιήσεις που έπρεπε να είχαν κάνει τότε σε καλές τιμές, αν έγκαιρα προχωρούσαν σε κινήσεις πρακτικές και αποτελεσματικές αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, αν τότε άνοιγαν πραγματικά και όχι κατ’ επίφαση τα κλειστά επαγγέλματα, αν τότε προχωρούσαν στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο τομέα, αν μείωναν δίκαια και αναλογικά τους μεγάλους μισθούς και συντάξεις, αν διαμόρφωναν το ενιαίο μισθολόγιο σε δίκαιη βάση, αν δεν διόριζαν ημετέρους με διάφορους τρόπους και παλαιοκομματική λογική, αν όλα αυτά και άλλα απλά και πρακτικά γίνονταν γρήγορα και στοχευμένα, ίσως να μη χρειαζόταν να απολυθούν τώρα μαζικά τόσοι πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι, ανατρέποντας τη ζωή τους.
Η δική μου αγωνία είναι μήπως -και το φοβούμαι πολύ- πάνε χαμένες και οι θυσίες αυτές. Κι αυτό θα γίνει αν το κράτος -ο μεγάλος ασθενής- δεν εκσυγχρονιστεί πραγματικά με γρήγορες, απλές και στοχευμένες επεμβάσεις στη διάρθρωση των υπηρεσιών του, ώστε να γίνουν ευέλικτες και αποτελεσματικές. Τίποτα δεν θα αλλάξει αν περιοριστούν αριθμητικά οι υπάλληλοι και οι υπηρεσίες μείνουν όπως είναι. Οι κινήσεις όμως αυτές πρέπει να γίνουν άμεσα, απροκατάληπτα και τολμηρά και όχι με την προσφιλή τακτική ετεροχρονισμού «θα το μελετήσουμε».
Θα πρέπει άμεσα:
Ι) Να αντιστραφούν οι ανατροπές στη λειτουργία του δημόσιου τομέα και την υπαλληλική εξέλιξη που θεσπίστηκαν από το 1982, ιδεοληπτικά και από πολιτική σκοπιμότητα. Οι ανατροπές αυτές είναι: (α) η ανάγκη σύνδεσης πλέον του αποσυνδεθέντος τότε μισθολογίου με το βαθμολόγιο για να υπάρχει κίνητρο προαγωγής, που προϋποθέτει αξιολόγηση των υπαλλήλων, και η προαγωγή επιβραβεύει την απόδοση και (β) η κατάργηση του θεσμού των διευθυντών επί θητεία, που οδηγεί τους σήμερα διευθυντές να γίνονται αύριο υφιστάμενοι των πρώην υφισταμένων τους, με αποτέλεσμα την κατάργηση της αξιολόγησης και της ιεραρχίας και η επαναφορά των διευθυντών και γενικών διευθυντών καριέρας για να αποκατασταθεί η ιεραρχία, να υπάρξει ουσιαστικός πειθαρχικός έλεγχος των τεμπέληδων, των ανίκανων και των παρανομούντων που παρασύρουν και τους πολλούς καλούς δίπλα τους και (γ) να αλλάξουν άμεσα όλοι οι οργανισμοί, όλων των υπηρεσιών, με νέα και ουσιαστική προσέγγιση, με βάση τις σημερινές και τις πραγματικές ανάγκες, προσαρμοσμένες στους στόχους της χώρας.
ΙΙ) Αυτά σε γενικό πλαίσιο, γιατί ειδικά μπορούν να γίνουν άμεσα και ανέξοδα αποτελεσματικές διαρθρωτικές, μικρές και μεγαλύτερες, κινήσεις και μεταβολές στις υπηρεσίες και τους διάφορους τομείς που θα αλλάξουν όλη τη λογική και την απόδοσή τους.
Θα μπορούσαν να ενοποιηθούν οι λεγόμενες Εφορείες Αρχαιοτήτων, οι οποίες λειτουργούν περιφερειακά στο υπουργείο Πολιτισμού (προϊστορικών, κλασικών, βυζαντινών, νεότερων μνημείων κ.λ.π.), που αναγκαστικά γνωμοδοτούν στην ίδια παραπάνω διαδικασία, με αποτέλεσμα καθυστερήσεις και αναμονές με τις «βόλτες» των σχετικών φακέλων στις υπηρεσίες. Τα παραπάνω είναι βέβαια ενδεικτικά, γιατί θα μπορούσε κανένας να υποδείξει άπειρα τέτοια παραδείγματα σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης, απολύτως αναγκαίων και συγκεκριμένων αλλαγών, που μπορούν και έπρεπε να έχουν γίνει από καιρό ανέξοδα και γρήγορα για να βελτιώσουν θεαματικά τις διαδικασίες, να μειώσουν πραγματικά τη γραφειοκρατία και να κάνουν τη δημόσια διοίκηση γρήγορη και αποτελεσματική, στην υπηρεσία του πολίτη και της ανάπτυξης. Για να γίνουν όμως αυτά και άλλα πολλά πρέπει να επιστρατευθούν άνθρωποι τολμηροί, από την αγορά και την κοινωνία, με γνώση και εμπειρία, που δεν θα σκέφτονται πώς θα ζήσουν αν δεν εκλεγούν, άνθρωποι από την πραγματική ζωή. Όλα αυτά και άλλα πολλά θα πρέπει να γίνουν άμεσα, γιατί αλλιώς φοβούμαι βάσιμα πως θα χρειαστεί «να χυθεί κι άλλο αίμα» αθώων πολιτών, και από τον δημόσιο και από τον ήδη πολύπαθο ιδιωτικό τομέα, θυσία στο βωμό της αβελτηρίας και της αναποτελεσματικότητας των πολιτικάντηδων που είχαμε την ατυχία να μας κυβερνούν, αλλά και των «μάγων» που απειλούν να μας κυβερνήσουν εξαπατώντας τον κόσμο.
Αυτό έπαθε και παθαίνει η χώρα σήμερα με τις ιδεοληψίες που διακατέχουν τους κυβερνώντες και μη και την πολιτικάντικη λογική -εγκληματική εξουσιομανία – αντιμετώπισης όλων των πραγμάτων (διάβαζε πολιτικό κόστος, πολιτική επιβίωση) της μεγαλύτερης μερίδας του πολιτικού κόσμου.
Από την άλλη μεριά, ειλικρινά δεν πιστεύω ότι οι Έλληνες ιδιωτικοί υπάλληλοι είναι καλύτεροι από τους Έλληνες δημοσίους υπαλλήλους. Σίγουρα υπάρχουν καλύτεροι, πιο φιλότιμοι και πιο φιλόδοξοι εργαζόμενοι, όπως υπάρχουν και καλά αλλά και πολύ κακά αμειβόμενοι εργαζόμενοι και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι οι αστυνομικοί που ξεροσταλιάζουν στις βάρδιες τις νύχτες και διακινδυνεύουν τη ζωή τους με το κοινό έγκλημα ή την υγεία τους κυνηγώντας τα πρεζάκια στην Ομόνοια; Ή πιστεύει κανείς στ αλήθεια ότι μία ιδιωτική επιχείρηση, στην οποία δεν υφίσταται στοιχειώδης οργάνωση και κυριαρχεί η ευνοιοκρατία, λειτουργεί καλύτερα από το Ελληνικό Δημόσιο; Όλοι σχεδόν στον κοινωνικό μας περίγυρο έχουμε φίλους και συγγενείς που δουλεύουν στο Δημόσιο. Δεν έχετε ακούσει άραγε για κάποιους από αυτούς που δουλεύουν τρεις φορές παραπάνω για να υποκαταστήσουν τη δουλειά άλλων που είναι απλώς τεμπέληδες;
Αν δεχτούμε τα παραπάνω ως μια πραγματικότητα, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν φταίνε οι άνθρωποι, οι εργαζόμενοι, αλλά οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν τα τελευταία 50 χρόνια στη δημόσια διοίκηση. Και έτσι δεν θα… ρίξουμε στην πυρά συλλήβδην ανθρώπους και συνειδήσεις που παλεύουν -όπως και στον ιδιωτικό τομέα- για να επιβιώσουν, αλλά και να κρατήσουν σε ένα επίπεδο τη δουλειά τους.
Ταυτοχρόνως, όμως, θα πρέπει -δυστυχώς- να παραδεχτούμε και κάτι άλλο: ότι τα τρία τελευταία χρόνια έχουν χάσει τη δουλειά τους στον ιδιωτικό τομέα -εντελώς ξαφνικά- 400.000 άνθρωποι, ενώ στον δημόσιο τομέα σχεδόν ούτε ένας, με εξαίρεση κάποιους συμβασιούχους των οποίων η σύμβαση έληξε και φυσικά όσους συνταξιοδοτήθηκαν. Με βάση, λοιπόν, την αρχή της ισότητας και αυτή του δικαίου και της ηθικής (αν υπάρχουν), το θέμα δεν είναι σε μια ελεύθερη οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση πόσοι θα φύγουν και από πού, αλλά ποιοι θα φύγουν με βάση τα ποιοτικά κριτήρια. Στον ιδιωτικό τομέα φεύγουν όσοι, σύμφωνα με τους ιδιοκτήτες και τους μάνατζερ, κάνουν λιγότερο καλά τη δουλειά τους. Ή φεύγουν όλοι όταν βάζει λουκέτο η επιχείρηση. Στον δημόσιο τομέα θα πρέπει να γίνει το ίδιο. Να φύγουν πρώτα οι υπάλληλοι ενός νομικού προσώπου που δεν έχει αντικείμενο ή το αντικείμενό του είναι πια παρωχημένο. Και υπάρχουν μερικές χιλιάδες τέτοια ΝΠΔΔ. Να μεταταχθούν επίσης εκεί όπου χρειάζονται κάποιοι, μια και τέτοιες ΔΕΚΟ με μεγάλες ανάγκες στελεχιακού δυναμικού υπάρχουν εξίσου πολλές. Ή να φύγουν όσοι είναι κοντά στη σύνταξη με κάποια κίνητρα. Όχι οι «πράσινοι», οι «γαλάζιοι» ή οι κομματικοί φίλοι βεβαίως. Αλλά να φύγουν, όπως έφυγαν και στον ιδιωτικό τομέα. Μακάρι δύο χρόνια να μην κορόιδευαν οι πολιτικοί και να ελάμβαναν όλα αυτά τα μέτρα που θα δημιουργούσαν ανάπτυξη και έτσι θα χάνονταν λιγότερες θέσεις εργασίας. Αυτοί φταίνε κυρίως, ούτε οι ξένοι μας φταίνε σε μια πορεία χωρίς πυξίδα.
Ο Γερμανός Γιόζεφ Άκερμαν δήλωσε πρόσφατα: «οι γερμανικές εταιρείες είναι έτοιμες να επενδύσουν στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να πετύχει μια διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και να δημιουργήσει ένα ελκυστικό περιβάλλον για επιχειρήσεις».
Ο επικεφαλής της ομάδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την τεχνική βοήθεια στη χώρα, της Task Force, Χορστ Ράιχενμπαχ, τρόμαξε από τα χάλια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Όταν μάλιστα έκανε το λάθος να ρωτήσει διευθύντρια του υπουργείου Οικονομικών πόση προστιθέμενη αξία παράγει η υπηρεσία της, εισέπραξε την απάντηση «τι είναι αυτό; Πρώτη φορά το ακούω».Τι άλλο διαπίστωσαν ο ίδιος και η ομάδα του που τους έφεραν στα όρια της απελπισίας; Ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει ικανά στελέχη με βούληση να αλλάξουν τα κακώς κείμενα. Και όπως δήλωσαν στη βελγική εφημερίδα «Den Morgen», είδαν πολλούς υπαλλήλους στα υπουργεία, ακατάλληλους όμως. Ακόμη, είδαν με τα μάτια τους «ότι πολλοί από τους υπαλλήλους υπονομεύουν τις εντολές που δέχονται από τους πολιτικούς τους προϊστάμενους»! Τους εντυπωσίασε επίσης η μεγάλη «διακριτική ευχέρεια» που διαθέτουν οι εφοριακοί να αποφασίζουν ποιος θα πληρώσει φόρους, πράγμα που οδηγεί σε αυθαιρεσίες, πελατειακές σχέσεις και εν τέλει διευκολύνει και διογκώνει αυτό που υποτίθεται ότι είναι η αποστολή του Σώματος: να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή.
Το πιο κραυγαλέο, όμως, το έζησαν οι Ευρωπαίοι εμπειρογνώμονες με το αναχρονιστικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, στην Ελλάδα χρειάζονται 819 εργάσιμες ημέρες και 39 διαδικασίες για την επίλυση μιας απλής αστικής υπόθεσης, όταν στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής χρειάζονται 619 ημέρες!
Άδικο έχουν λοιπόν οι ξένοι όταν στο επίπεδο λειτουργίας ζωτικών τομέων αυτής της χώρας ταυτίζουν την Ελλάδα με τη Σιέρα Λεόνε, το Ιράκ, το Κόσοβο και τη Μολδαβία και ποτέ με οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Βρισκόμαστε εν σωτηρίω έτει 2012, στη χειρότερη προφανώς κατάσταση που βρεθήκαμε ως κράτος και έθνος, δηλαδή ως Ελληνισμός, στη μετα-απελευθερωτική εποχή του έθνους, δηλαδή μετά το 1830. Εναποθέσαμε όλες μας τις ελπίδες στην Ευρώπη και την ευρωζώνη προσμένοντας τη βοήθεια προς τους ανήμπορους, ανάπηρους και ανίκανους να ανταπεξέλθουν μόνοι τους Έλληνες, μια ευρωζώνη που πραγματοποιεί μια παλινδρόμηση επιστροφής στο «έθνος κράτος» και τις πολιτικές όπου προεξέχει το εθνικό και όχι ευρωπαϊκό συμφέρον.
Οι σημερινοί ηγέτες της Ευρώπης λειτούργησαν και λειτουργούν μικρόψυχα εθνικά, δεν θέλησαν, δεν μπόρεσαν να οραματιστούν την Ευρώπη ως κοινή πολιτική και πολιτιστική προοπτική. Αυτό που στήνεται τούτες τις ώρες είναι μια Ευρώπη της «πρωσικής» δημοσιονομικής πειθαρχίας, της «σπαρτιατικής» λιτότητας, χωρίς την «αθηναϊκή» έμπνευση ενός οράματος στρατηγικής του μέλλοντος που να βασίζεται στην ανάπτυξη και την αλληλεγγύη. Η Ευρώπη πορεύεται χωρίς πυξίδα.
Αυτό σημαίνει πως πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις του έθνους να σκεφτούν και να χαράξουν μια κοινή στρατηγική εθνικής επιβίωσης που να παίρνει υπ’ όψιν της όλα τα ενδεχόμενα, ακόμα και αυτά της διάλυσης της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει επιτέλους να πάψουμε να είμαστε αιθεροβάμονες και να ζούμε με την ψευδαίσθηση πως οι άλλοι σκέφτονται για εμάς και θέλουν το καλό μας! Αυτό σημαίνει ένα σχεδιασμό ελληνικής εθνικής στρατηγικής που να σκέφτεται και ελληνικά και ευρωπαϊκά. Να διεκδικήσουμε τη θέση μας στην Ευρώπη, την επιβίωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, σκεφτόμενοι όμως και οραματιζόμενοι την Ευρώπη της δημοκρατικής συμμετοχής και της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ανάπτυξης και της προοπτικής για όλους και όχι την εξόντωση όλων εκείνων που βρίσκονται σε μια φάση αδυναμίας, ανημποριάς και φτώχειας.
Αν ήταν έτσι, θα είχαμε υιοθετήσει ως Ευρώπη το σύστημα ενός άκρατου καπιταλισμού της βαρβαρότητας, που εξοντώνει όσους δεν έχουν, τους ανήμπορους και τους φτωχούς αστέγους και εξαθλιωμένους. Αυτό δεν ταιριάζει στην ευρωπαϊκή παράδοση της κοινωνικής ευαισθησίας και αλληλεγγύης, θα ταίριαζε πολύ περισσότερο σε μια καπιταλιστική βαρβαρότητα των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα σήμερα είναι σε αδύναμη πολιτική θέση. Η φωνή της δεν μπορεί να ακουστεί, πλέον, όπως στο παρελθόν μέσα στα fora της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει, όμως, ένα διπλά υπαρξιακό πρόβλημα, ελληνικό και ευρωπαϊκό, ταυτόχρονα, που μπορεί να το αντιμετωπίσει κάνοντας συμμαχίες τακτικής στη στρατηγική της. Αυτό προϋποθέτει σχέδιο, αποφασιστικότητα, σύμπνοια και αξιοπιστία τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο κυρίως και προς τα έξω, δηλαδή στην Ευρώπη και ευρύτερα. Την αρχή πρέπει να την κάνουμε τόσο εντός Ευρώπης όσο και εκτός Ευρώπης. Υπάρχουν δυνατότητες τακτικών ελιγμών που μπορούν να βοηθήσουν στους κύριους στρατηγικούς στόχους που θέλουμε, φτάνει ως ηγεσία της χώρας ή οι ηγεσίες της χώρας να ξέρουν τι θέλουν, να έχουμε δηλαδή στρατηγική.
Αμαλία Κ. Ηλιάδη
φιλόλογος-ιστορικός (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ το Α.Π.Θ.)
Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
[email protected]