? Η ΛΟΓΙΑ αυτή φράση σημαίνει «ψυχορραγώ, βρίσκομαι στα τελευταία μου».
Η αρχ. λέξη λοίσθιος / λοῖσθος σημαίνει «τελευταίος, έσχατος» και μάλλον ανάγεται σε υποθετικό τύπο λοιhίσ-θF-ος, που αναλύεται σε θέμα *λοιhις (από μια ρίζα που σημαίνει «λιγότερο», ίδια όπως στο αρχ. γερμ.*lais-iz > αγγλ. less) + θέμα τού ρ. θέω «τρέχω». Σε αυτήν την περίπτωση θα δήλωνε αυτόν που «τρέχει λιγότερο» σε αγώνα, επομένως, «μένει τελευταίος».
Μολονότι το επίθ. λοίσθιος χρησιμοποιείται μερικές φορές στα αρχ. κείμενα σε συμφραζόμενα σχετικά με τον θάνατο, η φράση «πνέω τα λοίσθια» είναι μεσαιωνική.
?? [υλικό από Γ. #Μπαμπινιώτη, Ετυμολογικό #Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας bit.ly/2JrnABZ, λ. λοίσθιος]
Ζαχαρή Σοφία – Φιλόλογος
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: https://www.facebook.com/sofiazachari.filologos/