Την πηγή του χωριού μου με τα λούλουδα γύρω,
που σκορπούσανε πάντα το λεπτό τους το μύρο,
την πηγή του χωριού μου δεν την έχω ξεχάσει
κι ας μ’ ασπρίσαν τα τόσα χρόνια πούχουν περάσει.
Στην πηγή του χωριού μου μενεξέδες ανθούσαν,
και στα δυο της πλατάνια τα πουλιά κελαϊδούσαν.
Στα καθάρια νερά της τρέχαμ’ όλοι το δείλι
απ’ τ’ αλώνια γυρνώντας με φρυγμένα τα χείλη.
Κι ο παπάς του χωριού μας με την άσπρη γενειάδα,
που κρατούσε της πίστης την ακοίμητη δάδα,
χαιρετώντας μας όλους κάθε βράδυ περνούσε
κι η καμπάνα σε λίγο το σπερνό μας μηνούσε.
Βραδινές προσευχές μας των παιδιάστικων χρόνων,
που νικούσατε πάντα τον ανθρώπινο πόνο,
με γλυκιά νοσταλγία σας γυρίζω στο νου μου,
καθώς πάλι θυμάμαι την πηγή του χωριού μου